Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Περί Μασονίας και άλλων "δαιμονίων" - Η απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών

Το Πρωτοδικείο Αθηνών παρεμβαίνει μεταξύ των Τεκτόνων



Ασχολίαστη...
A buon intenditor poche parole... 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαρία - Ελένη Βαργιά, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε κατόπιν κληρώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2-8-2016, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέως, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αιτούντων: 1) Της Ενώσεως Προσώπων, χωρίς νομική προσωπικότητα, υπό την επωνυμία «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΎΠΟΥ (Α.Α.Σ.Τ.), που εδρεύει στην Αθήνα, και εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους της δικηγόρους ..., 2) Νικολάου Κιλάκου, κατοίκου Αθηνών, που παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων του δικηγόρων ..., 
Των καθ'ών η αίτηση: Της φερόμενης ως Ενώσεως Προσώπων, χωρίς νομική προσωπικότητα, με την επωνυμία "Ύπατο Συμβούλιο του 33ου", όπως νόμιμα εκπροσωπείται, και εδρεύει στην Αθήνα, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου..., 2) Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα, κατοίκου Κηφισιάς, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου...
Η αιτούσα ζητά να γίνει δεκτή η από 14.7.2016 αίτησή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό καταθέσεως ...2016 και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 2-8-2016. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως
οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 
...
Εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση το πρώτο των αιτούντων, που αποτελεί Ένωση Προσώπων, χωρίς Νομική Προσωπικότητα, και απαρτίζεται από περισσότερα του ενός άτομα, επιδιώκει ορισμένο σκοπό και έχει σωματειακή οργάνωση και η λειτουργία του διέπεται από Γενικό Κανονισμό. Ότι σύμφωνα με το άρθρο 5 του Γενικού Κανονισμού Το Μεγάλο Συμβούλιο του 33ου και τελευταίου βαθμού για την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου ιδρύθηκε την 12/24 Ιουλίου 1872 υπό την ονομασία «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ», και αποτελεί το μόνο στην Ελλάδα κανονικώς συγκροτημένο και λειτουργούν Μέγα Συμβούλιο και συνιστά την Ανώτατη Διοικητική και Εκτελεστική Αρχή του Ελληνικού Φιλοσοφικού Τεκτονισμού, με έδρα την Αθήνα, και αποτελούμενο από κατ'ανώτατο όριο 18 ενεργά μέλη. Ο δεύτερος εκ των αιτούντων, Νικόλαος Κιλάκος, εξελέγη Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης του ΥΠΑΤΟΥ ΣΥΜΟΥΛΙΟΥ του Μεγάλου Συμβουλίου του Α.Α.Σ.Τ., κατά την συνεδρία της 15ης Ιουνίου 2016, μετά την παραίτηση από την θέση αυτή του μέχρι πρότινος Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη, Σπυρίδωνος Καμαλάκη, και επακολούθησε ανασύνθεση αυτού και συγκρότησή του από τα αναφερόμενα στην αίτηση πρόσωπα. Ότι ο δεύτερος των καθ'ών, Ραούλ ντε Σιγούρα, που εισήλθε στον Τεκτονισμό στις 18-3-1954, παρότι κατά την συνεδρίαση της 5ης Δεκεμβρίου 2007, που συνήλθαν τα μέλη του Υπάτου Συμβουλίου, εξελέγη Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης από το Συμβούλιο του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου για την τριετία Δεκέμβριος 2007-Δεκέμβριος 2010, στη συνέχεια διαπιστώθηκε από τα μέλη του ανωτέρω Συμβουλίου ότι, λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του, αλλά και των προβλημάτων υγείας του, δεν θα ηδύνατο να φέρει ευχερώς σε πέρας τόσο την θέση του Υπάτου, όσο και την οργάνωση του 49ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Υπάτων Μεγάλων Ταξιαρχών, που θα πραγματοποιείτο τον Μάϊο του 2009. Ότι το τότε Ύπατο Συμβούλιο, που τον εξέλεξε, κατά την συνεδρίαση της 10-11-2008 αποφάσισε την αντικατάστασή του από το Χρήστο Μανέα και την τοποθέτηση του δεύτερου καθ'ών, Ραφαήλ Ντε Σιγούρα, στη θέση του Μεγάλου Θησαυροφύλακος, θέση την οποία, ενώ αρχικά εφαίνετο ότι απεδέχθη, στη συνέχεια δεν συναίνεσε και γι'αυτό τον λόγο μειοψήφησε. Ότι την επομένη της συνεδρίας επενέβησαν τέκτονες, που είτε τελούσαν υπό την αιγίδα της Μεγάλης Στοάς και του Υπάτου Συμβουλίου, είτε εκτός αυτών, εκμεταλλευόμενοι την ηλικία του καθ'ού και τον εύκολο επηρεασμό του, σε συνδυασμό με το ευμετάβλητο των θέσεών του, προκαλώντας σύγχυση στα μέλη του Ύπατου Συμβουλίου. Ότι επί της από 14-2-2008 (αριθμ. καταθ. ...2008) αγωγής του δεύτερου των καθ'ών εξεδόθη η υπ' αριθμ. 4875/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία έχει καταστεί πλέον αμετάκλητη, στην οποία συμμορφώθηκε το ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, και επανέφερε τα πράγματα στην προτέρα, προ του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2008, κατάσταση, επαναφέροντας, μεταξύ άλλων, και τον δεύτερο των καθ'ών στο αξίωμα του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη. Ότι κατόπιν της δημιουργηθείσης -από τις τέσσερις συνεχείς συνεδρίες,  μη  δικαιολογηθείσες επίμονες και πεισματικές απουσίες του Ραφαήλ ντε Σιγούρα (Υπάτου Ταξιάρχη)- κατάστασης και της δυσλειτουργίας της διοίκησης, με την από 12-01-2010 πρόσκληση συγκλήθηκε το ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ, με την προ Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2008 σύνθεσή του, και στις 13-01-2010 με σχετική απόφασή του επιβεβαίωσε την αυτοδίκαιη μετάθεση του Ραφαήλ Ντε Σιγούρα στην τάξη των παρέδρων μελών. Ότι κατά την συνεδρίαση του Ύπατου Συμβουλίου του 33ου και τελευταίου βαθμού για την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου, που συνήλθε ως Πειθαρχικό Συμβούλιο του 33ου βαθμού, επέβαλε στον δεύτερο των καθ'ών την πειθαρχική κύρωση του οριστικού αποκλεισμού από το Τάγμα του ΑΡΧΑΙΟΥ και ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ. Οτι ο δεύτερος των καθ'ών, ενεργώντας παράνομα, στελέχωσε το ιδρυθέν από εκείνον νέο Ύπατο Συμβούλιο, το οποίο λειτούργησε σε κτίριο της οδού Βρεσθένους, αρ. 49,  διορίζοντας ως αξιωματικούς τα αναφερόμενα στην αίτηση πρόσωπα. Ότι σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την παράνομη πράξη των καθ'ών οι αιτούντες άσκησαν την από 22-2-2016 αριθ. καταθ. ... 24-6-2016 αγωγή τους. Ότι οι καθ'ών με τις εκτιθέμενες στην αίτηση ενέργειές τους αντιποιούνται τους αιτούντες ως «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ Α.Α.Σ.Τ.», όσο και ως "ΜΕΓΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ Α.Α.Σ.Τ.", και δημιουργούν έριδες μεταξύ των τεκτόνων και γεννούν αμφιβολίες ως προς την νομιμότητα λειτουργίας του πρώτου των αιτούντων. Ότι οι καθ'ών, διά του Εμμανουήλ Γερακιού, που φέρεται ως ανθύπατος Μέγας Ταξιάρχης, έχει αναρτήσει στο FACEBOOK δύο (2) κρεμάλες, με τις οποίες επιχειρεί να κρεμάσει όλα τα πρόσωπα που συγκροτούν τη Διοίκηση του πρώτου αιτούντος. Ότι οι καθ'ών ισχυρίζονται ότι δυνάμει της υπ'αριθμ. 590/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου ανέλαβαν τη διοίκηση του ΥΠΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, με το υπ'αυτών παρανόμως συγκροτηθέν Συμβούλιο, και απειλούν να εισέλθουν παρανόμως και να καταλάβουν τα επί της οδού Αχαρνών, αριθμ. 19, στον 2° όροφο, γραφεία με τους εντεύθεν απρόβλεπτους να προέλθουν κινδύνους διαπληκτισμών και ερίδων. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι αιτούντες, επικαλούμενοι επικείμενο κίνδυνο και επείγουσα περίπτωση, αιτούνται : Α) να απαγορευτεί στους καθ'ών από τούδε και μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 01-12-2015 αγωγής του δεύτερου των καθ'ών ( αριθμ. καταθ. ... 2015), α) να διαδίδουν οι καθ'ών ότι οι αιτούντες λειτουργούν παράνομα, β) ότι η υπό τον Νικόλαο Κιλάκο, ως Ύπατο Μέγα Ταξιάρχη, και κατά την από 15-6-2016 εκλεγείσα Διοίκηση των Ενώσεων των αιτούντων, που τα ονόματά τους αναφέρονται στο ιστορικό της παρούσας, λειτουργεί κατά τρόπο παράνομο, Β) να απαγορευτεί στον δεύτερο των καθ'ών η παρούσα αίτηση Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα να εμφανίζεται ως Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης του Α.Α.Σ.Τ., και να επικαλείται συνάμα κατά τρόπο προδήλως αβάσιμο ότι δικαιώθηκε και αναγνωρίστηκε ως τέτοιος δυνάμει της υπ'αριθμ. 590/2015 απόφασης του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, Γ) να απαγορευτεί στους καθ'ών να χρησιμοποιούν τον τίτλο και την επωνυμία των Ενώσεων των αιτούντων, και ειδικότερα τον τίτλο «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ», έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 22 Φεβρουαρίου 2016 (αριθμ. καταθ. ...) αγωγής, Δ) να απειληθεί κατ'αυτών και ειδικότερα σε έκαστο των μελών της ως άνω εμφανιζόμενης Ένωσης Προσώπων, και τον επίσης εμφανιζόμενο ως εκπρόσωπο αυτής, Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα, χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για κάθε παράβαση των διατάξεων της εκδοθησόμενης απόφασης και τέλος να επιβληθεί σε βάρος των καθ'ών η αίτηση η δικαστική δαπάνη των αιτούντων. Με αυτό το περιεχόμενο, η υπό κρίση αίτηση, αρμοδίως καθ'ύλην και κατά  τόπο εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ.  Κ.Πολ.Δ.  - Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης 5731/2011, Μον.Πρ.Κορ. 8/2009, Μον.Πρ.Λαρ. 3345/2004, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2004.550,    Μον.Πρ.Θηβ. 278/2004, ΕλλΔνη 2005,934, Μον.Πρ.Ροδ. 271/2004), αφού γίνεται δεκτό ότι το δικαστήριο, στο   πλαίσιο της προσωρινής ρυθμίσεως της καταστάσεως, έχει την εξουσία να διατάξει την προσωρινή παράλειψη πράξεων, που προσβάλλουν απόλυτο δικαίωμα, όπως αυτό της προσωπικότητας (Μον.Πρ.Ροδ. 1842/2004, Μον.Πρ.Αθ. 15611/1989, Δ 1990.874, Κ. Φουντεδάκη στη Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), I (2010), άρθρο 57, αρ. 51, σελ. 146, όπου και περαιτέρω παραπομπές), είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57 Α.Κ. (στο δικαίωμα της κάθε επί μέρους στοιχείου της σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ατομικότητας-προσωπικότητας, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη - Κ. Σούρλας στην Ερμ.Α.Κ., άρθρο 57, αρ. 40), 731, 732, 947, 106, 176, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.. Σημειωτέον, εν προκειμένω, ότι ναι μεν κατά τη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. τα ασφαλιστικά μέτρα δεν πρέπει να συνίσταται στην ικανοποίηση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η εξασφάλιση ή η διατήρηση, πλην όμως σε περίπτωση προσβολής απολύτων δικαιωμάτων, όπως είναι το δικαίωμα προσωπικότητας του αιτούντος, δεν αποκλείεται η καταδίκη του καθ'ου προς προσωρινή άρση της προσβολής, δίχως να παραβιάζεται η ανωτέρω διάταξη, αφού η προστασία της προσωπικότητας φέρει χαρακτήρα διαρκούς εννόμου σχέσεως, η οποία, όταν υπάρξει ανάγκη, μπορεί να τεθεί προσωρινά σε λειτουργία (Μον.Πρ.Θεσσαλονίκης 5731/2011, Μον.Πρ.Ροδ. 1842/2004, Μον.Πρ.Κοζ. 363/1998, Μον.ΠρΧαλκ. 585/1991, Μον.Πρ.Χαλκ. 203/1991, Μον.Πρ.Αθ. 16255/1989, ΕλλΔνη 31.1546, Κ. Μπέης, Πολιτική Δικονομία, Ασφαλιστικά Μέτρα, σελ. 147). Πρέπει, επομένως, η αίτηση να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων ..., που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, και των εγγράφων που νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται τα διάδικα μέρη, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το πρώτο των αιτούντων, που αποτελεί Ένωση Προσώπων, χωρίς Νομική Προσωπικότητα, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Γενικού Κανονισμού, Το Μεγάλο Συμβούλιο του 33ου και τελευταίου βαθμού για την Ελλάδα του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου, ιδρύθηκε την 12/24 Ιουλίου 1872, υπό την ονομασία « ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ», και αποτελεί το μόνο στην Ελλάδα κανονικώς συγκροτημένο και λειτουργούν Μέγα Συμβούλιο και συνιστά την Ανώτατη Διοικητική και Εκτελεστική Αρχή του Ελληνικού Φιλοσοφικού Τεκτονισμού με έδρα την Αθήνα και αποτελούμενο από κατ'ανώτατο όριο 18 ενεργά μέλη. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι στις 5-12-2007 συνήλθαν νομίμως τα μέλη του ΥΠΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, και διά φανερής ψηφοφορίας εξέλεξαν για μία τριετία και συγκεκριμένα από το Δεκέμβριο του 2007 έως και το Δεκέμβριο του 2010, αφενός τον δεύτερο των καθ'ών, Ραούλ ντε Σιγούρα, που εισήλθε στον Τεκτονισμό στις 18-3-1954 ως Ύπατο Μέγα Ταξιάρχη, και αφετέρου τους αξιωματικούς αυτού. Όμως, στη συνέχεια διαπιστώθηκε από τα μέλη του ανωτέρω Συμβουλίου, ότι λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του αλλά και των προβλημάτων υγείας του δεν θα ηδύνατο να φέρει ευχερώς σε πέρας τόσο τη θέση του Υπάτου όσο και την οργάνωση του 49ου Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Υπάτων Μεγάλων Ταξιαρχών που θα πραγματοποιείτο τον Μάϊο του 2009. Περαιτέρω προέκυψε ότι το Ύπατο Συμβούλιο κατά τη συνεδρίασή της 10-11-2008 αποφάσισε την αντικατάστασή του από το Χρήστο Μανέα και την τοποθέτηση του δεύτερου καθ'ών Ραφαήλ Ντε Σιγούρα στη θέση του Μεγάλου
Θησαυροφύλακος, θέση την οποία ενώ αρχικά εφαίνετο ότι απεδέχθη, στη συνέχεια δεν συναίνεσε και γι'αυτό τον λόγο μειοψήφησε. Προέκυψε περαιτέρω ότι κατά την ανωτέρω ημερομηνία της 10-11-2008, που συνήλθε το Ύπατο Συμβούλιο, ελήφθησαν οι κάτωθι αποφάσεις: α) η από 10-11-2008 απόφαση περί μετατάξεως του Ραφαήλ Ντε Σιγούρα από την θέση του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη στην θέση του Μεγάλου Θησαυροφύλακος και του Χρήστου Μανέα από την θέση του Μεγάλου Θησαυροφύλακα στην θέση του Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη, β) η από 12-11-2008 απόφαση περί εκλογής οκτώ (8) νέων μελών του Υπάτου Συμβουλίου, ήτοι των 1) Κομνηνού Γαμβρούλη, 2) Εμμανουήλ Γρύλλη, 3) Εμμανουήλ Γερακιού, 4) Σπυρίδωνος Θεοδοσόπουλου, 5) Νικολάου Κιλάκου, 6) Νικολάου Κουρή, 7)  Ευάγγελου Μπινιάρη και 8) Δημητρίου Παπαχαρίση και γ) την από 15-12-2008 απόφαση της Ολομέλειας του Υπάτου Συμβουλίου περί διαγραφής του Ραούλ Ντε Σιγούρα. Ο δεύτερος των καθ'ών, με τον οποίο πιθανολογήθηκε ότι μετά την αντικατάστασή του από την θέση του Υπάτου συνεργάσθηκαν μέλη της Εθνικής Μεγάλης Στοάς, άσκησε την από 14-2-2009 (αριθμ.εκθ. ...2009) αγωγή του, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά του ΥΠΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, και του ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, να ακυρωθούν οι από 10-11-2008, 12-11-2008 και 15-12-2008 αποφάσεις, επί της οποίας εξεδόθη η υπ'αριθμ. 4875/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία : α) ακυρώθηκε η από 10-11-2008 εκλογή του Χρήστου Μανέα στο Αξίωμα του Υπάτου Μεγάλου Ταξιάρχη, που σημαίνει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης για μία τριετία παρέμεινε ο Ραούλ Ντε Σιγούρα, β) ακύρωσε την από 12-11-2008 απόφαση του Ύπατου Συμβουλίου περί εκλογής των οκτώ νέων μελών του Υπάτου Συμβουλίου, και τέλος ακύρωσε την από 15-12-2008 απόφαση της ολομέλειας του Ύπατου Συμβουλίου περί οριστικής διαγραφής του Ραούλ Ντε Σιγούρα. Η ως άνω απόφαση κοινοποιήθηκε στις 25-11-2009 στο πρώτο εκ των αιτούντων και το τελευταίο, παρότι συμμορφώθηκε αμέσως στο περιεχόμενό της, ο δεύτερος των καθ'ών δεν προσήλθε να αναλάβει το αξίωμά του. Κατά της ως άνω απόφασης οι αιτούντες άσκησαν έφεση, επί της οποίας εξεδόθη η υπ'αριθμ. 5886/2013 απόφαση, η οποία απέρριψε την έφεση, και κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως εκ μέρους των αιτούντων κατά της ως άνω εφετειακής απόφασης, εξεδόθη η υπ'αριθμ. 590/2015 απόφαση του Αρείου Πάγου (με την οποία απορρίφθηκε η αναίρεση). Ο δεύτερος των καθ'ών πιθανολογήθηκε ότι, ενεργώντας κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, 6 εδ.α΄, και εδ. β΄, 40 επ., και 62 του Κανονισμού, συνέστησε και λειτούργησε ίδιο Ύπατο Συμβούλιο, το οποίο στεγάστηκε στην οδό Βρεσθένους, έχρησε δε και χρήζει μέλη αυτού, απένειμε και εξακολουθεί να απονέμει βαθμούς και ίδρυσε και ιδρύει Φιλοσοφικά Εργαστήρια στην Αθήνα, την Κέρκυρα, την Πάτρα και τη Ρόδο. Όλες δε οι ανωτέρω ενέργειες του δεύτερου των καθ'ών έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του Γενικού Κανονισμού, που διέπουν το πρώτο ενάγον. Η αναγνώριση του δεύτερου των καθ'ών ως Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη στερείται οποιουδήποτε νομικού ερείσματος. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο νομίμως αναπληρών, κατά το άρθρο 16 του Γενικού Κανονισμού, τον απέχοντα Ύπατο Μεγάλο Ταξιάρχη Ντε Σιγούρα, Ανθύπατος Μέγας Ταξιάρχης, Σπυρίδων Καμαλάκης, συμμορφούμενος με το διατακτικό της υπ'αριθμ. 4875/2009 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που έχει καταστεί πλέον αμετάκλητη, αφού προηγήθηκαν οι σχετικές προσκλήσεις προς τον δεύτερο των καθ'ων, συγκάλεσε, κατ'εφαρμογή του άρθρου 15 του Γενικού Κανονισμού, για τις συνεδρίες της 2.12.2009, 23.12.2009, 5.1.2010 και 12.1.2010, τα μέλη του Υπάτου Συμβουλίου με την προ των ακυρωθεισών αποφάσεων σύνθεσή του (ήτοι τον δεύτερο των καθ'ών ως Ύπατο Μέγα Ταξιάρχη, τον Χρήστο Μανέα, ως Μεγάλο Θησαυροφύλακα, και τα λοιπά πέντε μέλη με  τα   αντίστοιχα   αξιώματά  τους κατά τον προ Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2008 χρόνο. Από τα προσκομισθέντα έγγραφα προέκυψε ότι, αν και κλήθηκε ο δεύτερος εκ των καθ'ων να παραστεί κατά τις ανωτέρω συνεδριάσεις, ως Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης, ούτε παρέστη υπό την ανωτέρω ιδιότητά του, ούτε δικαιολόγησε ως όφειλε τις απουσίες του βάσει των διατάξεων του Γενικού Κανονισμού. Κατ'ακολουθία το Ύπατο Συμβούλιο κατά την συνεδρίασή του που έλαβε χώρα κατά την 13η Ιανουαρίου 2010, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 13 του Γενικού Κανονισμού, μετέθεσε τον δεύτερο των καθ'ών στην τάξη των παρέδρων μελών, θεωρώντας την πέραν των τριών συνεχών συνεδριών απουσία του, ως παραίτησή εκ του αξιώματός του. Ο δεύτερος των καθ'ών δεν προσέφυγε κατά των πέντε (5) αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης της 13ης Ιανουαρίου 2010, ασκώντας ακυρωτική αγωγή εντός της εξάμηνης αποκλειστικής προθεσμίας. Οι ανωτέρω αποφάσεις (πέντε) θεωρούνται ισχυρές έναντι πάντων και παράγουν όλα τα αποτελέσματά τους και κατά την συνεδρίαση της 21ης Ιανουαρίου 2010 το Υπατο Συμβούλιο έλαβε την απόφαση πληρώσεως των κενών θέσεων αξιωματικών, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη, στην οποία αναδείχθηκε ο Χρήστος Μανέας για το υπόλοιπο της τριετίας χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο του 2007 έως και το Δεκέμβριο του 2010, και επακολούθησε η απόφαση του Υπάτου Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 2010, με την οποία εξελέγησαν οι αξιωματικοί αυτού για την τριετία από το Δεκέμβριο του 2010 έως και το Δεκέμβριο του 2013, συμπεριλαμβανομένου του Χρήστου Μανέα για το αξίωμα του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη. Κατά την συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 2013, κατά την οποία παραιτηθέντος του Χρήστου Μανέα από το αξίωμα του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη εξελέγη στην κενωθείσα θέση ο μέχρι τότε Ανθύπατος Σπυρίδων Καμαλάκης για το υπόλοιπο τριετίας (Δεκέμβριος 2010 έως Δεκέμβριο 2013). Ούτε τις άνω αποφάσεις προσέβαλε δικαστικά ο δεύτερος εκ των καθ'ών και ως εκ τούτου επήλθαν όλα τα έννομα αποτελέσματά τους. Ληξάσης της τριετίας συγκλήθηκε το Ύπατο Συμβούλιο στις 10 Δεκεμβρίου 2013, και σύμφωνα με σχετική απόφαση που έλαβε εξελέγη στο αξίωμα του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη ο Σπυρίδων Καμαλάκης, και μετά την κατά την 15-6-2016 παραίτηση του Σπυρίδωνος Καμαλάκη από την θέση του Ύπατου Μεγάλου Ταξιάρχη, εξελέγη σε αυτή ως Ύπατος ο Νικόλαος Κιλάκος. Συνεπώς, η σύνθεση του παρόντος Υπάτου Συμβουλίου πιθανολογήθηκε ότι είναι καθ'όλα νόμιμη, γεγονός που ενισχύεται και από την κατάθεση του μάρτυρος των αιτούντων, ενώ δεν αναιρείται από εκείνη του μάρτυρος των καθ'ών η αίτηση. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι πιθανολογήθηκε, όπως άλλωστε προελέχθη, ότι ο δεύτερος των καθ'ών, ενεργώντας παράνομα, στελέχωσε το ιδρυθέν από εκείνον νέο Ύπατο Συμβούλιο, το οποίο λειτούργησε σε κτίριο της οδού Βρεσθένους αρ. 49, ενσπείροντας ταυτόχρονα αντιπαλότητα μεταξύ των τεκτόνων μελών του πρώτου αιτούντος δημιουργώντας έριδες και προστριβές. Ειδικότερα πιθανολογήθηκε ότι οι καθ'ών με το από 12-6-2016 e-mail της πρώτης εκ των καθ'ών που απευθύνεται προς τα μέλη της πρώτης αιτούσας, που μυήθηκαν από την  -1-2008, ζητάει να υποβάλουν προς αυτήν αίτηση τακτοποιήσεως, καθώς και με την υπ'αριθμ.πρωτ. ...2016 από 26-5-2016 ενημερωτική Δέλτο, που υπογράφηκε από τον φερόμενο ως ανθύπατο, Εμμανουήλ Γερακιό, θεωρεί ως ανυπόστατους τους τεκτονικούς βαθμούς 32° και 33° που εδόθησαν σε μέλη του από 11-11-2008, γεγονότα που δημιουργούν αντιπαλότητες και προστριβές που εγκυμονούν κινδύνους μέχρι συρράξεως μεταξύ των μελών. Ότι σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την παράνομη πράξη των καθ'ών οι αιτούντες άσκησαν την από 22-2-2016 (αριθμ. καταθ. ...24-06-2016) αγωγή τους. Αναφορικά με τις προβαλλόμενες εκ μέρους των καθ'ών ενστάσεις περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης και παθητικής νομιμοποίησης πρέπει να απορριφθούν, ιδίως ως προς το θέμα της ταυτοπροσωπίας των αιτούντων και των καθ'ών, η οποία προήλθε από την σύγχυση που επήλθε εκ μέρους των καθ'ών, αντιποιούμενοι την επωνυμία και τα σύμβολά τους.
Κατ' ακολουθίαν, πιθανολογηθείσης επειγούσης περιπτώσεως, πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή ως και κατ'ουσίαν βάσιμη και να ρυθμιστεί προσωρινώς η κατάσταση με την λήψη των κατάλληλων ασφαλιστικών μέτρων, τα οποία κατά την κρίση του Δικαστηρίου, συνίστανται Α) στην επιβολή προς τους καθ'ών της υποχρεώσεως από τούδε και μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 1-12-2015 αγωγής του δεύτερου των καθ'ών (αριθμ. καταθ. ... 2015) να παύσουν να διαδίδουν οι καθ'ών : α) ότι οι αιτούντες λειτουργούν παράνομα, β) ότι η υπό τον Νικόλαο Κιλάκο, ως Ύπατο Μέγα Ταξιάρχη, και κατά την από 15-6-2016 εκλεγείσα Διοίκηση των Ενώσεων των αιτούντων, λειτουργεί κατά τρόπο παράνομο, Β) Απαγορεύει στον δεύτερο των καθ'ών η παρούσα αίτηση, Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα, να εμφανίζεται ως Ύπατος Μέγας Ταξιάρχης του Α.Α.Σ.Τ., και να επικαλείται κατά τρόπο προδήλως αβάσιμο ότι δικαιώθηκε και αναγνωρίστηκε ως τέτοιος δυνάμει της υπ'αριθμ. 590/2015 απόφασης του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, Γ) Απαγορεύει στους καθ'ών να χρησιμοποιούν τον τίτλο και την επωνυμία των Ενώσεων των αιτούντων, και ειδικότερα τον τίτλο «ΥΠΑΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 33ου ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΔΕΓΜΕΝΟΥ ΣΚΩΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ», έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 22 Φεβρουαρίου 2016 (αριθμ. καταθ. ...2016) αγωγής, Δ) Απειλεί κατά εκάστου των μελών της ως άνω εμφανιζόμενης Ένωσης Προσώπων και τον επίσης εμφανιζόμενο ως εκπρόσωπο αυτής, Ραφαήλ (Ραούλ) Ντε Σιγούρα, χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε παράβαση του διατακτικού της παρούσας αποφάσεως. Πρέπει, επίσης, να απειληθεί κατά ενός εκάστου των μελών της Ένωσης Προσώπων, αλλά και κατά του δεύτερου καθ'ού η αίτηση χρηματική ποινή πεντακοσίων (500) ευρώ για κάθε παράβαση της παρούσας αποφάσεως. Τέλος, ως προς τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από τους τελευταίους, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των καθ'ών η αίτηση, λόγω της ήττας τους (άρθρα 106, 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
 
...

Το καθήκον της επιμελούς διαφύλαξης των αρχείων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα

 

 

1662/2017 ΣΤΕ

Δικαίωμα πρόσβασης κάθε προσώπου σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει ιδιαίτερο καθήκον επιμελούς διαφυλάξεως του σχετικού αρχείου. Η αιτούσα τράπεζα ικανοποίησε τελικώς, πλην εν μέρει και με μεγάλη καθυστέρηση, το δικαίωμα πρόσβασης του υπαλλήλου στα κρίσιμα για την υπηρεσιακή εξέλιξή του στοιχεία του φακέλου του, εφόσον κάποια δελτία αξιολόγησης έχουν απολεσθεί, κατά παράβαση της υποχρέωσης φύλαξης αυτών. Αιτιολογημένη η επιβολή και η επιμέτρηση του προστίμου για παράβαση των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 παρ. 1 του ν. 2472/1997. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ΄ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2017, με την εξής σύνθεση: Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, του αναπληρωτή Προέδρου και της αρχαιοτέρας του Συμβούλου, που είχαν κώλυμα, Β. Κίντζιου, Ο. Παπαδοπούλου, Σύμβουλοι, Χρ. Μπολόφη, Ο. Νικολαράκου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Τσαπαρδώνη. Για να δικάσει την από 12 Ιανουαρίου 2015 αίτηση: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «........» και το διακριτικό τίτλο «........», που εδρεύει στην Αθήνα (........), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Καστάνη (Α.Μ. 6757), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που εδρεύει στην Αθήνα..., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Χαράλαμπο Τσιλιώτη (Α.Μ. 16510), που τον διόρισε με εντολή του Προέδρου της. Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ'αριθμ. 170/2014 απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χρ. Μπολόφη. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο 1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο. 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της αποφάσεως 170/10.11.2014 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία επιβλήθηκε στην αιτούσα τράπεζα πρόστιμο 50.000 ευρώ για παράβαση διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 του ν. 2472/1997, περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. 3. Επειδή, στο άρθρο 12 («Δικαίωμα πρόσβασης») του ν. 2472/1997 (Α΄ 50) προβλέπονται τα εξής: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως. 2. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) … 3. Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 [Δικαίωμα αντίρρησης] ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας … 4. Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απαντήσει εντός δεκαπέντε (15) ημερών ή εάν η απάντησή του δεν είναι ικανοποιητική, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή … .». Εξάλλου, στο άρθρο 10 («Απόρρητο και ασφάλεια της επεξεργασίας») ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. Αυτά τα μέτρα πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τους κινδύνους που συνεπάγεται η επεξεργασία και η φύση των δεδομένων που είναι αντικείμενο της επεξεργασίας...». Τέλος, στο άρθρο 21 του ίδιου νόμου, όπως ισχύει, προβλέπεται ότι η Αρχή επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας, για παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον νόμο αυτό ή από άλλες σχετικές ρυθμίσεις, τις διοικητικές κυρώσεις της προειδοποίησης, με αποκλειστική προθεσμία για άρση της παράβασης, του προστίμου, από 300.000 έως 50.000.000 δρχ., της προσωρινής και οριστικής ανάκλησης άδειας και της καταστροφής αρχείου ή διακοπής επεξεργασίας και καταστροφής, επιστροφής ή κλειδώματος των σχετικών δεδομένων. 4. Επειδή, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2472/1997 κατοχυρώνεται το δικαίωμα πρόσβασης κάθε προσώπου σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν και τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας, και θεσπίζεται αντίστοιχη υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας να εξασφαλίζει την πρόσβαση του ενδιαφερομένου στα ανωτέρω δεδομένα (βλ. ΣτΕ 1851/2016). Εξ άλλου, κατά την έννοια των επίσης προπαρατεθεισών διατάξεων του άρθρου 10 του ίδιου ως άνω ν. 2472/1997, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει ιδιαίτερο καθήκον επιμελούς διαφυλάξεως αρχείου με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τους καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και για την επιτρεπτή και θεμιτή επεξεργασία τους, καθώς και αποφυγής αμελών ενεργειών που έχουν αποτέλεσμα να θίγονται τα σχετικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων (βλ. ΣτΕ 749/2005). 5. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: Υπάλληλος της αιτούσας τράπεζας, προερχόμενος από την πρώην ... (η οποία συγχωνεύθηκε με την αιτούσα), υπέβαλε προς την τράπεζα την επιδοθείσα, την 3.11.2004, αίτηση, με την οποία, ασκώντας το δικαίωμα πρόσβασης, ζήτησε τη χορήγηση σε αυτόν επικυρωμένων αντιγράφων όλων των εγγράφων του υπηρεσιακού του φακέλου, που τηρούνται στο αρχείο της τράπεζας, εντός 15 ημερών από την επίδοση της αιτήσεως. Στις 2.12.2004 άσκησε προσφυγή ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, παραπονούμενος για τη μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης. Στις 10.2.2005 ο εν λόγω υπάλληλος παρέλαβε από τη Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της τράπεζας 56 αντίγραφα των εγγράφων του υπηρεσιακού του φακέλου, και εσημείωσε στο σχετικό αποδεικτικό παραλαβής ότι δεν ανευρέθηκαν τα δελτία αξιολόγησης των ετών 2000, 2001 και 2004. Τα εν λόγω δε έγγραφα, όπως υποστήριξε ο υπάλληλος, ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για την αιτιολόγηση της υπηρεσιακής του εξέλιξης στην ιεραρχία της τράπεζας, καθόσον από το 2000 έως το 2005 παραλείφθηκε σε πέντε προαγωγές στελεχών που έγιναν, αλλά και για την εξέλιξη εκκρεμούς δίκης για συκοφαντική δυσφήμιση μετά από μήνυση που υπέβαλε κατά διευθυντών της τράπεζας, οι οποίοι υπήρξαν αξιολογητές του. Κατά τους ισχυρισμούς της τράπεζας, τα μεν δελτία αξιολόγησης για τα έτη 2000 και 2001 δεν του παραδόθηκαν, γιατί δεν βρέθηκαν στον φάκελο του υπαλλήλου που τηρείται στη Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της τράπεζας, πιθανώς λόγω της αναστάτωσης που υπήρξε εκείνο το χρονικό διάστημα από τη συγχώνευση της τράπεζας με την ... Τράπεζα, από την οποία προέρχεται, το δε δελτίο του 2004 δεν του παραδόθηκε, γιατί δεν είχε περιέλθει ακόμη στην εν λόγω Διεύθυνση. Επί της ανωτέρω προσφυγής εξεδόθη η .../16.6.2005 απόφαση της Αρχής, με την οποία, αφού ελήφθησαν υπόψη όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, κρίθηκε ότι, πιθανόν, τα επίμαχα έγγραφα, είτε να μην τοποθετήθηκαν, είτε να αφαιρέθηκαν από τον φάκελο του υπαλλήλου, είτε να απωλέσθηκαν και, συνεπώς, δεδομένης της κρισιμότητας που είχαν τα έγγραφα αυτά για τον προσφεύγοντα, ο οποίος παρελείφθη επί σειρά ετών από προαγωγές, αλλά και της αντιδικίας του με τους διευθυντές της τράπεζας, η τράπεζα υπέχει ευθύνη, διότι με ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων της δεν ικανοποίησε τελικώς το δικαίωμα πρόσβασής του, κατά παράβαση του άρθρου 12 του ν. 2472/1997. Περαιτέρω, με την ίδια ως άνω απόφαση κρίθηκε ότι η τράπεζα δεν απέδειξε ότι είχε λάβει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και τη προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη επεξεργασία, δεδομένου ότι το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 θεσπίζει αυξημένη υποχρέωση επιμέλειας από τον υπεύθυνο επεξεργασίας ακόμα και για τυχαία απώλεια. Κατόπιν τούτων, με την ανωτέρω 61/2005 απόφαση της Αρχής επιβλήθηκε στην αιτούσα τράπεζα πρόστιμο 60.000 ευρώ για παράβαση των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 παρ.1 του ν. 2472/1997, αφού ελήφθη υπόψη η βαρύτητα της πράξης που αποδείχθηκε και της προσβολής που επήλθε από αυτή στον υπάλληλο, αφού τα επίδικα έγγραφα ήταν ιδιαίτερα κρίσιμα για την υπηρεσιακή του εξέλιξη. Ακολούθως, ο εν λόγω υπάλληλος, στις 23.9.2005, με δύο αιτήσεις του άσκησε και πάλι το δικαίωμα πρόσβασης και ζήτησε αντίγραφα των πρακτικών του Διοικητικού Συμβουλίου της τράπεζας, με τα οποία αποφασίσθηκε η παράλειψή του από τις προαγωγές των ετών 2000, 2001, 2002 2003 και 2004 και, περαιτέρω, επικυρωμένα αντίγραφα όλων των εγγράφων που τηρούνται στα αρχεία της τράπεζας με ιδιαίτερη μνεία στο δελτίο αξιολόγησης του έτους 2004. Κατόπιν επιστολής (στις 4.11.2005) εκ μέρους της τράπεζας και της από 14.11.2005 εξώδικης δήλωσης του υπαλλήλου, στις 18.11.2005 τού παραδόθηκε πίνακας 230 εγγράφων, στον οποίο, κατά την άποψη της Τράπεζας, εκ παραδρομής δεν περιελήφθησαν 3 έγγραφα, τα οποία και απεστάλησαν στις 24.11.2005 μαζί με την αίτηση συμμετοχής του προσωπικού σε εκπαιδευτικά προγράμματα, την οποία ο υπάλληλος είχε κατ'επανάληψη ζητήσει. Ακολούθως, η ανωτέρω 61/2005 απόφαση της Αρχής ανακλήθηκε (λόγω κακής σύνθεσης της Αρχής, κατ’επίκληση νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας), κατόπιν τούτου δε, η Αρχή, επιληφθείσα εκ νέου της υποθέσεως, εκάλεσε τόσο τον υπάλληλο, όσο και τον υπεύθυνο επεξεργασίας, σε νέα ακρόαση. Τελικώς, η Αρχή, με την προσβαλλόμενη απόφαση 170/2014 επέβαλε στην αιτούσα τράπεζα πρόστιμο ύψους 50.000 ευρώ, επιμεριζόμενο σε 10.000 ευρώ για την παράβαση του άρθρου 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 και σε 40.000 ευρώ για την παράβαση του άρθρου 12 του νόμου αυτού, με την εξής αιτιολογία: «...Η τράπεζα, μετά την πάροδο του 15νθήμερου, καθυστερημένα τον Φεβρουάριο του 2005, ικανοποίησε εν μέρει το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος, το οποίο ικανοποίησε κατά τρόπο πληρέστερο μετά την εκ νέου αίτησή του τον Σεπτέμβριο του 2005 και ενώ είχε προηγηθεί η επιβαλούσα το πρόστιμο απόφαση της Αρχής. Όμως, όπως δεν αμφισβητείται, δεν παρεδόθησαν στον προσφεύγοντα τα δελτία αξιολογήσεως των ετών 2000 και 2001 και αμφισβητείται από τον προσφεύγοντα η ακρίβεια και πληρότητα του δελτίου αξιολογήσεως 29.8.2002-29.8.2003. Από την τράπεζα δεν αμφισβητείται η ετήσια κατάρτιση δελτίων αξιολογήσεως, όπως ορίζεται στον Κανονισμό, αλλά αποδίδεται η μη ανεύρεσή τους σε τυχαία απώλεια λόγω της αναστατώσεως των φακέλων που προήλθε από την συγχώνευση των τραπεζών ... . Συνεπώς, συντρέχει περίπτωση επιβολής προστίμου λόγω καθυστέρησης ικανοποίησης του δικαιώματος πρόσβασης και τυχαίας απώλειας στοιχείων του φακέλου, τα οποία, όπως δεν αμφισβητείται, καταρτίζονται κάθε χρόνο και έχουν επιπτώσεις στη σταδιοδρομία του υπαλλήλου». 6. Επειδή, από το ιστορικό που έχει εκτεθεί ανωτέρω στην τρίτη σκέψη και, ιδίως, τα διαλαμβανόμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι η τράπεζα ικανοποίησε τελικώς, πλην εν μέρει και με μεγάλη καθυστέρηση (και αφού είχε προηγουμένως χωρήσει η αρχική απόφαση 61/2005 περί επιβολής σε βάρος της προστίμου) το κατά το άρθρο 12 του ν. 2472/1997 δικαίωμα πρόσβασης του υπαλλήλου στα κρίσιμα για την υπηρεσιακή εξέλιξή του στοιχεία του φακέλου του, καθ'όσον, όπως προεκτέθηκε, και δεν αμφισβητείται από την αιτούσα, από το τηρούμενο στην τράπεζα αρχείο είχαν απολεσθεί συγκεκριμένα δελτία αξιολογήσεως του υπαλλήλου, τα οποία η τράπεζα έχει κατά τον κανονισμό της υποχρέωση να καταρτίζει ετησίως. Η απώλεια δε αυτή των επίμαχων εγγράφων οφείλεται, κατά τα προεκτεθέντα, στην πλημμελή εκ μέρους της τράπεζας φύλαξη του αρχείου της, κατά παράβαση της κατά το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 υποχρέωσης που υπέχει για τη λήψη των κατάλληλων οργανωτικών και τεχνικών μέτρων για την ασφάλεια και προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τυχαία, μεταξύ άλλων, απώλεια ή καταστροφή. Δεν υποχρεούτο δε η Αρχή να προσδιορίσει ειδικότερα ποια θα ήταν τα ενδεδειγμένα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για τη διαφύλαξη και προστασία του αρχείου της τράπεζας από τυχαία απώλεια, αλλά απόκειται στην τράπεζα να επιλέξει και υιοθετήσει τα κατάλληλα προς τον σκοπό αυτό μέτρα. Ενόψει τούτων, η προσβαλλόμενη απόφαση, με το ανωτέρω παρατιθέμενο περιεχόμενο, αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς ως προς τη διαπίστωση ότι εχώρησε παράβαση των προαναφερθεισών διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3 και 12 του ν. 2472/1997. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη: α/ διότι “δεν καθίσταται σαφές το νομικό έρεισμα αυτής (...), δεδομένου ότι γίνεται αόριστα αναφορά σε όλες τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 2472/1997, παράλληλα δε ουδόλως καθίσταται σαφές εάν έχει διαπιστωθεί η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων (...), ούτε ποια επακριβώς είναι τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έχουν διαπιστωθεί και εκτιμηθεί (...)”, β/ διότι η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ικανοποιήθηκε το δικαίωμα πρόσβασης του υπαλλήλου εν μέρει και μεταγενέστερα κατά τρόπο πληρέστερο, είναι αντιφατική με την παραδοχή περί τυχαίας απώλειας στοιχείων του φακέλου, και γ/ διότι η Αρχή δεν αναφέρει ποια είναι τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων, τα οποία παρέλειψε να λάβει η τράπεζα. 7. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση παρίσταται νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη και ως προς την επιμέτρηση του προστίμου, δεδομένου ότι η Αρχή έλαβε υπ'όψιν, κατά τα ιστορηθέντα, όλα τα στοιχεία του φακέλου και, ιδίως, τη βαρύτητα της παράβασης (βλ. ΣτΕ 95/2003, 4158/2000), που συνίσταται, όπως προεκτέθηκε, στην καθυστερημένη και ελλιπή ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης, καθώς και στην μη τήρηση εκ μέρους της αιτούσας των κατάλληλων μέτρων ασφαλείας και προστασίας των προσωπικών δεδομένων, με συνέπεια την απώλεια ορισμένων κρίσιμων εγγράφων για την υπηρεσιακή σταδιοδρομία του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, χωρίς να επιβάλλεται από τον νόμο, ως τυπικό στοιχείο του κύρους της πράξης επιβολής της κύρωσης, η περαιτέρω εξειδίκευση της βαρύτητας της παράβασης (βλ. ΣτΕ 150/2017). Περαιτέρω, υπό τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, η έστω και “τυχαία απώλεια” (υπό την έννοια της μη ηθελημένης εξαφάνισης) των στοιχείων του υπηρεσιακού φακέλου του υπαλλήλου, οφειλόμενη, κατά τους ισχυρισμούς της τράπεζας, σε αναστάτωση “των φακέλων που προήλθε από την συγχώνευση των τραπεζών ...”, στοιχειοθετεί υπαίτια συμπεριφορά της τράπεζας, συνιστάμενη στην πλημμελή τήρηση του αρχείου της, κατά παράβαση του κατά το άρθρο 10 παρ. 3 του ν. 2472/1997 καθήκοντος για τη λήψη των κατάλληλων οργανωτικών μέτρων για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Εξ άλλου, όπως προεκτέθηκε, από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι ελήφθη υπόψη και συνεκτιμήθηκε το γεγονός ότι υπήρξε εκ μέρους της τράπεζας εν μέρει ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης του υπαλλήλου στα επίμαχα έγγραφα, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι τα έγγραφα αυτά του χορηγήθηκαν με μεγάλη καθυστέρηση και αφού είχε χωρήσει, με την απόφαση 61/2005, η επιβολή προστίμου σε βάρος της αιτούσας. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη ότι, ανεξαρτήτως του ότι για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης δεν απαιτείται η επέλευση βλάβης του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. Ολ. ΣτΕ 1622/2012, 150/2017), πάντως, εν προκειμένω με την προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπόψη και η προσβολή που επήλθε στον υπάλληλο από τις ενέργειες και παραλείψεις των οργάνων της τράπεζας, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, τα ανωτέρω έγγραφα ήταν κρίσιμα για την υπηρεσιακή εξέλιξη του υπαλλήλου, ο οποίος παρελείπετο επί πενταετία από τις προαγωγές και ευρίσκετο εξ αυτού του λόγου σε δικαστική αντιδικία με τους διευθυντές της τράπεζας. Συνεπώς, το επιβληθέν πρόστιμο, το οποίο, σημειωτέον, κατά τα προεκτεθέντα, επιβλήθηκε συνολικώς, δηλαδή ως άθροισμα δύο αυτοτελών προστίμων, ευρίσκεται μέσα στα νόμιμα όρια και μάλιστα εγγύτερα προς το κατώτερο όριο, σύμφωνα με την ανωτέρω παρατεθείσα διάταξη του άρθρου 21 του ν. 2472/1997. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι το ύψος του προστίμου κείται εκτός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής και είναι δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον εν προκειμένω έπρεπε να ληφθεί υπ'όψιν ότι δεν απεδείχθη υπαιτιότητα της τράπεζας, ότι ουσιαστικώς η τράπεζα ικανοποίησε τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο κατά το μεγαλύτερο μέρος, ότι επέδειξε καλόπιστη συμπεριφορά και ενδιαφέρον για την υπόθεση, καθώς και ότι ουδεμία ζημία υπέστη ο εν λόγω από την συμπεριφορά της τράπεζας. 8. Επειδή, κατόπιν τούτων, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Δ ι ά  τ α ύ τ α Απορρίπτει την αίτηση. Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Επιβάλλει στην αιτούσα τη δικαστική δαπάνη της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Ιουνίου 2017 Ο Προεδρεύων Σύμβουλος Η Γραμματέας Ε. Αντωνόπουλος Μ. Τσαπαρδώνη και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 20ης Ιουνίου 2017. 

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

Η ακατοίκητη πνοή



Πήρες λίγο ύψος απ'αυτό που έλειπε στον αέρα
σαν ξεπροβόδιζε τη γη κάτω από τα πόδια σου
χτύποι, σεισμικές δονήσεις σε υποθαλάσσια ρεύματα
χωρίς μάσκα ανάσαινε η ελπίδα
για μια ζωή που τάχθηκε σ'ένα όνειρο
καταδικασμένη να ξυπνάει
χωρίς να την θυμάται ο εφιάλτης
να δίνουν τέτοια προνόμια
ή να παίρνει από μόνος του τέτοια δικαιώματα
ένας προδότης του έρωτα
για τριάντα δευτερόλεπτα μιας ανταρσίας
που κατεστάλη κατά την γέννηση
πολυσημική λέξη το τίποτα
το ποτέ και το τότε
μην περιμένεις από ένα όνειρο
να ξυπνήσει το αναβράζον αντίο
σ'αυτή την νοσηρή κατάσταση
το ένα σκοτώνει το δύο
γιατί τότε -είδες έχει και άλλοθι-
αυτή η άπνοια μοιάζει σαν αϋπνία

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων δικηγόρου

 

 

1847/2017 ΣΤΕ

Προσωπικά δεδομένα. Η γνωστοποίηση προς τρίτα πρόσωπα στοιχείων πειθαρχικών διώξεων δικηγόρου συνιστά επεξεργασία απλών και όχι ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για την οποία υφίσταται υποχρέωση προηγούμενης ενημερώσεως του υποκειμένου, ακόμη και όταν δεν απαιτείται η συγκατάθεση αυτού. Η προσβαλλόμενη πράξη του Διευθυντή του Δικηγορικού Συλλόγου εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 2 ε΄ του ν. 2472/1997. Η σχετική εισαγγελική παραγγελία δεν ήταν ικανή να δικαιολογήσει την παράβαση της ανωτέρω διατάξεως. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.

Αριθμός 1847/2017 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ΄ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Φεβρουαρίου 2017 με την εξής σύνθεση: Αικ. Σακελλαροπούλου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Α. - Μ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Γ. Ζιάμος, Ε. Αργυρός, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος. Για να δικάσει την από 28 Ιουνίου 2009 αίτηση: του ........... , ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (...), κατά του Δικηγορικού Συλλόγου ... ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Αλέξανδρο Λεοντόπουλο - Βαμβέτσο (Α.Μ. 20252), που τον διόρισε με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί το υπ'αριθμ. ../17.6.2009 έγγραφο του Δικηγορικού Συλλόγου ... . Στη δίκη παρέστη ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με την Αγγελική Αναστοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αιτούντα ως δικηγόρο, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του καθ'ου Συλλόγου και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο 1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, ο αιτών δικηγόρος ζητεί την ακύρωση του .../17.6.2009 εγγράφου του Διευθυντή του Δικηγορικού Συλλόγου ..., με το οποίo γνωστοποιήθηκαν σε πρώην εντολείς του πληροφορίες σχετικές με πειθαρχικές διώξεις που είχαν ασκηθεί σε βάρος του. 2. Επειδή, παραδεκτώς παρέστη κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως στο ακροατήριο ο Δικηγορικός Σύλλογος..., όχι όμως και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, του οποίου δεν προσβάλλεται κάποια πράξη ή παράλειψη, έστω και αν κοινοποιήθηκαν σ'αυτόν αντίγραφα της κρινόμενης αιτήσεως και της πράξεως ορισμού εισηγητή και δικασίμου. Για το λόγο αυτό, ο εν λόγω Υπουργός πρέπει να αποβληθεί της δίκης. 3. Επειδή, με την 2597/14.3.2008 αίτησή του προς τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου, ο ... ζήτησε να ενημερωθεί αν σε βάρος του αιτούντος, δικηγόρου Αθηνών, είχαν ασκηθεί κατά το παρελθόν πειθαρχικές διώξεις, αν υπήρχαν σε βάρος του, κατά το χρόνο εκείνο, εκκρεμείς πειθαρχικές διώξεις, την αιτία των πειθαρχικών αυτών διώξεων και το αποτέλεσμα του πειθαρχικού ελέγχου, ενώ ανέφερε ότι βρισκόταν σε αντιδικία με τον εν λόγω δικηγόρο, ο οποίος είχε υπάρξει κατά το παρελθόν νομικός του παραστάτης, και ότι είχε έννομο συμφέρον να λάβει γνώση των στοιχείων αυτών, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει «για δικαστική χρήση». Μαζί με την αίτηση αυτή ο ανωτέρω υπέβαλε προς τον Δικηγορικό Σύλλογο ... και την .../5.3.2008 παραγγελία του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, στην οποία διαλαμβάνοντο τα εξής: «Σας αποστέλλουμε τη συνημμένη αίτηση τ[ου] ... και παρακαλούμε για την κατά νόμο εκτίμηση των διαλαμβανομένων σ'αυτήν και τις εντεύθεν επιβαλλόμενες ενέργειές σας». Επί της εν λόγω αιτήσεως ο Δικηγορικός Σύλλογος... παρέλειψε να απαντήσει, για το λόγο δε αυτό, στη συνέχεια, οι ... /και ..., με την από 14.10.2008 (αριθμ. πρωτ. Δ.Σ.Α. .../22.10.2008) αναφορά τους, μεταξύ άλλων, προς τον Πρόεδρο του ως άνω δικηγορικού συλλόγου και τον Συνήγορο του Πολίτη, διατύπωσαν τα παράπονά τους για τη μη χορήγηση των αιτηθέντων στοιχείων, επικαλούμενοι, την προαναφερθείσα εισαγγελική παραγγελία, και εξέθεσαν ότι και οι δύο είχαν υποβάλει αρμοδίως καταγγελία κατά του αιτούντος για απιστία κατά τον χειρισμό υποθέσεών τους, ότι σε βάρος του εκκρεμούσαν επίσης ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου του δικηγορικού συλλόγου καταγγελίες των ιδίων για σειρά παραπτωμάτων του και ότι και ο αιτών είχε ασκήσει «πολλαπλές αγωγές» κατ'αυτών και κατά των μαρτύρων τους. Ενόψει της ως άνω αναφοράς, ο Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη με το .../ 17.12.2008 έγγραφο ζήτησε από τον Δικηγορικό Σύλλογο ..., μεταξύ άλλων, να τον ενημερώσει με βάση ποιές διατάξεις «και μέχρι ποίου βαθμού», κατά την άποψή του, η γνωστοποίηση στοιχείων μέλους του δικηγορικού συλλόγου, το οποίο διώκετο πειθαρχικώς και ήταν αντίδικος του αιτούμενου τα στοιχεία πολίτη, δεν ήταν επιτρεπτή, λόγω προστασίας προσωπικών δεδομένων «λαμβανομένου υπόψη του ότι σε αυτές τις περιπτώσεις το έννομο συμφέρον του πολίτη (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά δικές του νομικές εκκρεμότητες με τον αντίδικό του) πρέπει να θεωρείται δεδομένο». Επί του εγγράφου αυτού, δεν δόθηκε απάντηση και ο Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη επανήλθε επί του θέματος με νεώτερο έγγραφο (υπ'αριθμ. πρωτ. .../08.2.3/31.3.2009), με το οποίο ενέμεινε στο ως άνω ερώτημα, επί του οποίου όμως και πάλι ο Δικηγορικός Σύλλογος ...παρέλειψε να απαντήσει. Μετά ταύτα, με την από 1.6.2009 νέα «αίτηση - αναφορά» οι πρώην εντολείς του αιτούντος, κατ'επίκληση και των προαναφερθέντων δύο εγγράφων του Βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη, ζήτησαν και πάλι από τον εν λόγω δικηγορικό σύλλογο να λάβουν γνώση των σχετικών με τις πειθαρχικές διώξεις του αιτούντος στοιχείων. Κατόπιν των ανωτέρω, με το προσβαλλόμενο .../17.6.2009 έγγραφο του Διευθυντή του Δικηγορικού Συλλόγου ... γνωστοποιήθηκαν στους αντιδίκους του αιτούντος τα αιτηθέντα στοιχεία. Ειδικότερα, με το έγγραφο αυτό γνωστοποιήθηκαν στους ανωτέρω τα εξής: « 1) Ο ως άνω δικηγόρος έχει κηρυχθεί αθώος με τις υπ'αριθμ. 146/2006 και 274/2006 αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Α. 2) Έχει τιμωρηθεί τελεσίδικα α) με την υπ'αριθμ. 117/06 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου (Α.Π.Σ.), με ποινή προσωρινής παύσης ενός (1) μηνός και β) με την υπ'αριθμ. 30/2007 απόφαση του Α.Π.Σ. με ποινή προσωρινής παύσης ενός (1) μηνός, τις οποίες έχει ήδη εκτίσει. Κατά των ανωτέρω αποφάσεων ο αναφερόμενος δικηγόρος, έχει ασκήσει αιτήσεις ακυρώσεως, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του ΣτΕ. 3) Με την υπ'αριθμ. ../2006 απόφαση του Π.Σ. του ΔΣΑ, με την ποινή της επίπληξης, η οποία δεν είναι τελεσίδικη. 4) Επίσης εκκρεμούν ενώπιον του Α΄ Πειθαρχικού Τμήματος α) οι πειθαρχικές δικογραφίες με αριθμό .../2007 και .../2008, β) οι πειθαρχικές δικογραφίες με αριθμό .../2008, .../2008, .../2008, .../2008 και .../2009. Επί των εκκρεμουσών αυτών πέντε (5) υποθέσεων, έχει εκδοθεί η υπ'αριθμ. 135/2009 απόφαση του Α΄ Πειθαρχικού Τμήματος, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση αυτοεξαίρεσης μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου και έχουν προσδιορισθεί να εξετασθούν επί της ουσίας σε άλλη δικάσιμο με άλλη σύνθεση. Κατόπιν των ανωτέρω το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν έχει ολοκληρώσει την διαδικασία της οριστικής διαγραφής του». Με το ίδιο έγγραφο επισημαίνεται στους αποδέκτες ότι «οι πληροφορίες αυτές σας δίδονται μόνο για την χρήση που αναφέρετε στην αίτησή σας, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο υπ'αριθμ. πρωτ. ../08-07-2008 έγγραφο της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και επιφορτίζεσθε “με τις υποχρεώσεις τήρησης των γενικών αρχών για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά το άρθρο 4 του Ν. 2472/19[9]7”, καθώς και στα υπ'αριθ. πρωτ. .../17.12.2008 και ../08.2.3/31.3.2009 σχετικά έγγραφα του Συνήγορου του Πολίτη προς τον Δικηγορικό Σύλλογο ... ». Η χορήγηση, με το προσβαλλόμενο έγγραφο, στοιχείων σχετικών με τις πειθαρχικές διώξεις του αιτούντος γνωστοποιήθηκε στον τελευταίο με το, εκδοθέν ακολούθως, κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία, .../17.6.2009 έγγραφο του Διευθυντή του Δικηγορικού Συλλόγου ..., με το οποίο αυτός ενημερώθηκε ότι «σε απάντηση του με αριθ. πρωτ. .../22.10.2008 αρχικού εγγράφου και από 1.6.2009 υπομνηστικού των κ.κ. ...και ... και σε σχέση με τα υπ'αριθ. πρωτ. .../ 17.12.2008 και .../31.3.2009 σχετικά έγγραφα του Συνηγόρου του Πολίτη προς τον Δικηγορικό Σύλλογο ... και με κριτήριο το έννομο συμφέρον των αιτούντων, όπως αυτό προσδιορίζεται από σχετική γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για τα στοιχεία αυτά, γνωστοποιήσαμε σ'αυτούς, στοιχεία που αφορούν τις πειθαρχικές σας διώξεις. Συγκεκριμένα στους προαναφερόμενους αιτούντες γνωστοποιήσαμε τα ακόλουθα:...». 4. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το προσβαλλόμενο έγγραφο του Δικηγορικού Συλλόγου ..., με το οποίο κοινοποιούνται σε τρίτους στοιχεία που αφορούν πειθαρχικές διώξεις και ποινές σε βάρος του αιτούντος, δικηγόρου και μέλους του εν λόγω δικηγορικού συλλόγου, δηλ. στοιχεία που περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, των οποίων η επεξεργασία και η χρήση από τους τρίτους μπορούν να έχουν για τον αιτούντα, στον οποίο αφορούν, δυσμενείς συνέπειες και να προσβάλουν ηθικό ή άλλο έννομο συμφέρον αυτού, έχει εκτελεστό χαρακτήρα και, για το λόγο αυτό, παραδεκτώς προσβάλλεται εν προκειμένω με την υπό κρίση αίτηση, τα δε περί του αντιθέτου, με το κατατεθέν στις 14.2.2017 υπόμνημα του Δικηγορικού Συλλόγου ... υποστηριζόμενα, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξάλλου, ενόψει του περιεχομένου του ως άνω εγγράφου, ο αιτών έχει προφανές ηθικό έννομο συμφέρον για την ακύρωσή του. 5. Επειδή, ο ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α΄ 50), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, όριζε μεταξύ άλλων, στο άρθρο 2 ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. β) (όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο όγδοο παρ. 3 του ν. 3625/2007, Α΄ 290) “Ευαίσθητα δεδομένα” τα δεδομένα που αφορούν στη φυλετική ή εθνική προέλευση, στα πολιτικά φρονήματα, στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, στη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, στην υγεία, στην κοινωνική πρόνοια και στην ερωτική ζωή, στα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, καθώς και στη συμμετοχή σε συναφείς με τα ανωτέρω ενώσεις προσώπων. γ) ...», στο άρθρο 4 παρ. 1 ότι: «Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας. γ) ... δ) ...», στο άρθρο 5 ότι: «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. 2. Κατ'εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997 «Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς». Όμοια πρόβλεψη περιλαμβάνεται και στο άρθρο 5 παρ. 1 της 1/1999 Κανονιστικής Πράξεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα με τίτλο «Ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων κατ'άρθρο 11 Ν. 2472/1997» (Β΄ 555). Εξάλλου, με το άρθρο 13 του ως άνω ν. 2472/1997 ορίζεται ότι: «1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει την υποχρέωση να απαντήσει εγγράφως επί των αντιρρήσεων μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών. Στην απάντησή του οφείλει να ενημερώσει το υποκείμενο για τις ενέργειες στις οποίες προέβη ή, ενδεχομένως, για τους λόγους που δεν ικανοποίησε το αίτημα. Η απάντηση σε περίπτωση απόρριψης των αντιρρήσεων πρέπει να κοινοποιείται και στην Αρχή. 2. Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απαντήσει εμπροθέσμως ή η απάντησή του δεν είναι ικανοποιητική, το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προσφύγει στην Αρχή και να ζητήσει την εξέταση των αντιρρήσεών του. Εάν η Αρχή πιθανολογήσει ότι οι αντιρρήσεις είναι εύλογες και ότι συντρέχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης του υποκειμένου από τη συνέχιση της επεξεργασίας, μπορεί να επιβάλλει την άμεση αναστολή της επεξεργασίας έως ότου εκδώσει οριστική απόφαση επί των αντιρρήσεων. 3. ...». 6. Επειδή, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, η γνωστοποίηση προς τρίτα πρόσωπα στοιχείων πειθαρχικών διώξεων δικηγόρου, τα οποία δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις απαριθμούμενες στην περίπτωση β΄ του άρθρου 2 του ν. 2472/1997 κατηγορίες, συνιστά επεξεργασία απλών και όχι ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για την οποία υφίσταται πάντως σε κάθε περίπτωση υποχρέωση προηγούμενης ενημερώσεως του υποκειμένου των δεδομένων ακόμη και όταν, κατ'εξαίρεση, δεν απαιτείται για την ανακοίνωση των συγκεκριμένων δεδομένων η συγκατάθεση αυτού (πρβλ. ΣτΕ 763/2010, 3154/2008, 2252/2005 7μ.). Τέτοια περίπτωση μπορεί να συντρέχει ιδίως όταν η χορήγηση προσωπικών δεδομένων είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (βλ. περ. γ΄ του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 2472/1997 που αναφέρεται στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, το οποίο ισχύει κατά μείζονα λόγο και για τα απλά προσωπικά δεδομένα). Στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση, για τη χορήγηση των προσωπικών δεδομένων, ο τρίτος πρέπει να επικαλείται και να αποδεικνύει ότι τα συγκεκριμένα στοιχεία είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματός του ενώπιον δικαστηρίου, και δη ενόψει συγκεκριμένης εκκρεμούς δίκης, ώστε εκ του συγκεκριμένου σκοπού να οριοθετείται και η έκταση των αναγκαίων και πρόσφορων για το σκοπό αυτό στοιχείων που επιτρέπεται να χορηγηθούν. Η αναγκαιότητα εξάλλου αυτή υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα (βλ. και σχετικές αποφάσεις της ανεξάρτητης Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα 10/2015, 19/2010, 25/2007). 7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα στη σκέψη 2 της παρούσας αποφάσεως, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία ανακοινώθηκαν στοιχεία των πειθαρχικών διώξεων του αιτούντος σε τρίτα πρόσωπα, εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 2 ε΄ του ν. 2472/1997. Και τούτο, διότι συνιστούσε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη συγκατάθεση αυτού, καθόσον η επίκληση αορίστως με την αίτηση των εν λόγω προσώπων της υπάρξεως μεταξύ τους «αντιδικίας», χωρίς να προσδιορίζεται ειδικότερα η αντιδικία αυτή και να εξειδικεύεται, κατ'ακολουθία, η αναγκαιότητα χρησιμοποιήσεως των προσωπικών δεδομένων του τελευταίου και μάλιστα όλων εν γένει των στοιχείων που αφορούσαν σε πειθαρχικές του διώξεις, δεν στοιχειοθετούσε το κατά την ανωτέρω διάταξη έννομο συμφέρον, η ικανοποίηση του οποίου θα δικαιολογούσε, εφόσον μάλιστα υπερείχε προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων του αιτούντος, τη γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών. Η δε κατά το άρθρο 25 παρ. 4 εδάφ. β΄ του ν. 1756/1988 σχετική εισαγγελική παραγγελία προς το Δικηγορικό Σύλλογο ..., ως εκ του παρατεθέντος περιεχομένου της, δεν ήταν ικανή να δικαιολογήσει την κατά παράβαση της ανωτέρω διατάξεως χορήγηση των προσωπικών δεδομένων του αιτούντος σε τρίτους, εφόσον για να είναι αυτή δεσμευτική θα έπρεπε να είναι αιτιολογημένη, να περιέχει ρητή έκφραση γνώμης του συντάκτη αυτής εισαγγελικού λειτουργού και να μην αποτελεί απλό διαβιβαστικό της σχετικής αιτήσεως έγγραφο (βλ. σχετ. ΑΠ 148/2013), όπως συνέβαινε εν προκειμένω που η συγκεκριμένη εισαγγελική παραγγελία διελάμβανε απλώς ότι αποστέλλεται η «συνημμένη αίτηση» και παρακαλείται ο Δικηγορικός Σύλλογος ... «για την κατά νόμο εκτίμηση των διαλαμβανομένων σ'αυτήν και τις εντεύθεν επιβαλλόμενες ενέργειες». Εξάλλου και σε κάθε περίπτωση, η πράξη αυτή εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του αιτούντος για την ανακοίνωση των προσωπικών του δεδομένων στα προαναφερόμενα τρίτα πρόσωπα, κατά παράβαση του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 2472/1997, που επιβάλλει, κατά τα προεκτεθέντα, για κάθε ανακοίνωση προσωπικών δεδομένων σε τρίτο την ενημέρωση του υποκειμένου αυτών, ακόμη και σε περιπτώσεις που κατά το ως άνω άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 2472/1997, δεν απαιτείται για την ανακοίνωση των συγκεκριμένων δεδομένων η συγκατάθεση αυτού (ΣτΕ 763/2010, 3154/2008, 2251-2/2005). Η παράλειψη δε αυτή στέρησε περαιτέρω από τον αιτούντα τη δυνατότητα να προβάλλει τις προβλεπόμενες από το άρθρο 13 του ίδιου νόμου αντιρρήσεις και να αποτρέψει ενδεχομένως την γνωστοποίηση των προσωπικών του στοιχείων στα πρόσωπα αυτά. 8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, κατά τα βασίμως με την κρινόμενη αίτηση προβαλλόμενα, να γίνει δε δεκτή η αίτηση αυτή, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως. Δ ι ά  τ α ύ τ α Αποβάλλει της δίκης τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Δέχεται την αίτηση. Ακυρώνει την .../17.6.2009 πράξη του Διευθυντή του Δικηγορικού Συλλόγου ..... , σύμφωνα με το σκεπτικό. Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου και Επιβάλλει στο Δικηγορικό Σύλλογο ... τη δικαστική δαπάνη του αιτούντος που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 2017 Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος Αικ. Σακελλαροπούλου Δ. Τετράδη και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 2017. Η Πρόεδρος Η Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος  του Α΄ Τμήματος Διακοπών Αικ. Σακελλαροπούλου Δ. Τετράδη ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ Εντέλλεται προς κάθε δικαστικό επιμελητή να εκτελέσει όταν του το ζητήσουν την παραπάνω απόφαση, τους Εισαγγελείς να ενεργήσουν κατά την αρμοδιότητά τους και τους Διοικητές και τα άλλα όργανα της Δημόσιας Δύναμης να βοηθήσουν όταν τους ζητηθεί. Η εντολή πιστοποιείται με την σύνταξη και την υπογραφή του παρόντος. Αθήνα, ...

Η Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος Η Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος Ρ.Κ.

 
 

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

Μαγνητοφώνηση ποινικής δίκης


Ελευθερία του τύπου. Ιδιωτικές υποθέσεις με δημόσιο ενδιαφέρον. Ανταγωνιστικά δικαιώματα. 
Δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες για θέματα δημόσιου συμφέροντος και, δικαίωμα στην 
ιδιωτική ζωή. Τηλεοπτική μετάδοση ηχητικών αποσπάσματων ποινικής δίκης από ρεπόρτερ χωρίς 
την αντίστοιχη άδεια από το δικαστήριο όπως ορίζεται από το πορτογαλικό δίκαιο και καταδίκη 
της σε καταβολή προστίμου ύψους 1.500 ευρώ. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η επέμβαση στο 
δικαίωμα του δημοσιογράφου στην ελευθερία της έκφρασης ήταν "νόμιμη", ωστόσο, η πλειοψηφία 
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επειδή η ποινική διαδικασία είχε ήδη ολοκληρωθεί, και με δεδομένο 
ότι η δημοσιογράφος είχε παραμορφώσει τις φωνές, προκειμένου να αποφευχθεί η αναγνώρισή 
τους από το κοινό, δεν διαπιστώνεται παραβίαση του δικαιώματος του κατηγορουμένου σε δίκαιη 
δίκη ούτε υφίσταται βλάβη το δικαίωμα στην προστασία του ιδιωτικού βίου. 

 Διαδικασία

 1. Η κα Sofia Pinto Coelho (η Προσφεύγουσα), υπήκοος Πορτογαλίας, προσέφυγε ενώπιον του 
Δικαστηρίου την 14η Ιουλίου 2011 με την προσφυγή υπ’αριθμ. 48718/11 κατά της Δημοκρατίας 
της Πορτογαλίας σύμφωνα με το άρθρο 34 της ΕΣΔΑ.

 2. Η Προσφεύγουσα εκπροσωπήθηκε από τον R. S. Fernandes, δικηγόρο Λισαβόνας. Η 
πορτογαλική κυβέρνηση (η Κυβέρνηση) εκπροσωπήθηκε από την εκπρόσωπό της, κα M. F. Da 
Graca Carvalho, αναπληρώτρια γενική επίτροπο.

 3. Η Προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η καταδίκη της για απείθεια παραβίασε το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.

 4. Την 11η Μαρτίου 2015, η Προσφυγή εστάλη στην Κυβέρνηση.

 Τα γεγονότα

 Ι. Τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης

 5. Η Προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1963 και κατοικεί στη Λισαβόνα.

 6. Τυγχάνει δημοσιογράφος και ανταποκρίτρια δικαστικών υποθέσεων, για το πορτογαλικό 
τηλεοπτικό κανάλι SIC (Sociedade Independente de Comunicacao S.A.).

 Α. Το επίδικο ρεπορτάζ

 7. Την 12η Νοεμβρίου 2005, το τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων των 8 μ.μ. μετέδωσε ένα ρεπορτάζ 
της Προσφεύγουσας σχετικά με μία δικαστική υπόθεση. Το εν λόγω ρεπορτάζ αφορούσε, στο 
πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά περισσοτέρων κατηγορουμένων, στην καταδίκη από το 
δικαστήριο της de Sintra του κου Ε., που έχει καταγωγή από το Πράσινο Ακρωτήριο και ηλικία 18 
ετών κατά τον κρίσιμο χρόνο, σε φυλάκιση τεσσάρων και ημίσεως ετών για την κλοπή με 
επιβαρυντικές περιστάσεις ενός κινητού τηλεφώνου [...].

 8. Στο ρεπορτάζ της, η Προσφεύγουσα υποστήριζε την αθωότητα του νεαρού και κατέγγελνε την 
καταδίκη του ως δικαστικό σφάλμα. Προς υποστήριξη της άποψής της, παρέπεμπε σε μαρτυρίες 
διάφορων νομικών και προσώπων που είχαν συμμετάσχει στην επίδικη διαδικασία.

 9. Καλύπτοντας πλάνα της αίθουσας του ακροατηρίου, στο οποίο συνεδρίασε δημόσια το 
δικαστήριο της de Sintra, το ρεπορτάζ μετέδιδε, επίσης, αποσπάσματα ηχογραφήσεων της 
ακρόασης στο ίδιο το δικαστήριο, συνοδευόμενα από υπότιτλους, ιδίως δε την εξέταση ενός 
μάρτυρα κατηγορίας και δύο μαρτύρων υπεράσπισης. Για την αναμετάδοση των εν λόγω 
αποσπασμάτων, οι φωνές των τριών δικαστών που απαρτούσαν το τμήμα του δικαστηρίου, 
καθώς και εκείνες των μαρτύρων, είχαν παραμορφωθεί. Η Προσφεύγουσα συνόδευε τα
εν λόγω αποσπάσματα με σχόλιά της, με σκοπό να αποδειχθεί ότι ο κος Ε είχε καταδικασθεί παρά 
το γεγονός ότι κανένα θύμα δεν τον είχε αναγνωρίσει και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος υποστήριζε 
ότι την ώρα που διενεργήθηκε η εν λόγω κλοπή εργαζόταν.

 10. Για τη δημιουργία του εν λόγω ρεπορτάζ, η Προσφεύγουσα προσπάθησε να λάβει δηλώσεις 
των δικαστών που είχαν συμμετάσχει στη δίκη, αλλά εκείνοι δεν θέλησαν να εκφράσουν τη γνώμη 
τους.

 11. Μετά τη μετάδοση του ρεπορτάζ, ο πρόεδρος του τμήματος που δίκασε την υπόθεση 
προσέφυγε στην εισαγγελία καταγγέλλοντας την έλλειψη άδειας για τη μετάδοση των ηχητικών 
αποσπασμάτων της ακρόασης και των εικονολήψεων του ακροατηρίου.

 12. Τα πρόσωπα, των οποίων οι φωνές είχαν αναμεταδοθεί, δεν προσέφυγαν στα δικαστήρια για 
προσβολή του δικαιώματός τους στο λόγο.

 Β. Η ποινική διαδικασία (εσωτερική διαδικασία υπ’ αριθμ. 1985/05.6ΤΑΟΕR)

 13. Σε μη προσδιορισθείσα ημερομηνία, η εισαγγελία του δικαστηρίου της Oeiras κίνησε ποινική 
δίωξη για απείθεια (desobediencia) κατά της Προσφεύγουσας και άλλων τριών υπευθύνων του 
δελτίου των 8 μ.μ. του τηλεοπτικού καναλιού SIC.

 14. Με το από 4 Σεπτεμβρίου 2007 βούλευμα, η εισαγγελία παρουσίασε τις κατηγορίες της κατά 
των ανωτέρω. Ειδικότερα, θεώρησε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν μεταδώσει την ηχητική 
καταγραφή της συνεδρίασης του δικαστηρίου του de Sintra κατά τη διάρκεια της ακροαματικής 
διαδικασίας, χωρίς την άδειά του, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα 
ποινικής δικονομίας και το άρθρο 348 παρ. 1 εδ. Α του ποινικού κώδικα.

 15. Η Προσφεύγουσα και οι λοιποί τρεις κατηγορούμενοι αιτήθηκαν το άνοιγμα της ανακριτικής 
διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου της ποινικής ανάκρισης του Oeira, αιτούμενοι, ειδικότερα, 
την απαλλαγή τους από την ποινική δίωξη για έλλειψη στοιχείων (despacho de nao pronuncia). 
Στο υπόμνημά της, η Προσφεύγουσα ισχυριζόταν, μεταξύ άλλων, ότι η μετάδοση ηχογράφησης 
που διενεργείται από τις ίδιες τις δικαστικές αρχές μίας συνεδρίασης δεν τιμωρείται από το άρθρο 
88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα ποινικής δικονομίας, αλλά τιμωρούνται μόνο οι λήψεις εικόνας και 
ήχου σε απευθείας μετάδοση και η μετέπειτα μετάδοσή τους. Το ανακριτικό δικαστήριο του Oeiras 
απέρριψε την αίτηση της Προσφεύγουσας με απόφασή του με ημερομηνία 14 Δεκεμβρίου 2007, 
επικυρώνοντας τις εις βάρος της κατηγορίες της εισαγγελίας.

 16. Η υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον του δικαστηρίου του Oeiras. Σε μία μη προσδιορισθείσα 
ημερομηνία, η Προσφεύγουσα υπέβαλε το υπόμνημα υπεράσπισής της (contestacao). Με το ως 
άνω, αντέκρουε ότι είχε καταγράψει τη συνεδρίαση του δικαστηρίου και ισχυριζόταν ότι το 
ρεπορτάζ της είχε ως σκοπό να καταγγείλει ένα σοβαρό δικαστικό σφάλμα, κάτι το οποίο 
υπερίσχυε από κάθε παράνομη πράξη που ενδεχομένως να είχε διενεργήσει, ενόψει του 
δικαιώματος στην ελευθερία ενός προσώπου. Θεωρούσε, επίσης, ότι η ερμηνεία από τα δικαστήρια 
του άρθρου 88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα ποινικής δικονομίας παραβίαζε το δικαίωμα της ελευθερίας 
του τύπου.

 17. Με την από 6 Αυγούστου 2008 απόφασή του, το δικαστήριο του Oeiras έκρινε την 
Προσφεύγουσα ένοχη για απείθεια,θεωρώντας ότι η ως άνω είχε παραβιάσει τη νόμιμη απαγόρευση 
μετάδοσης άνευ άδειας του δικαστηρίου ηχογραφήσεως της συνεδρίασης του δικαστηρίου de 
Sintra. Θεώρησε δε, ότι τα αποσπάσματα που είχαν μεταδοθεί δεν ήταν απαραίτητα στοιχεία για το 
ρεπορτάζ της, ότι η ελευθερία του τύπου δεν ήταν απόλυτη και ότι, στο μέτρο που η 
Προσφεύγουσα είχε σπουδάσει νομική και τύχαινε δημοσιογράφος ειδικευμένη σε θέματα 
δικαστικών υποθέσεων, η ανωτέρω γνώριζε ότι η μετάδοσή τους ήταν απαγορευμένη από τον 
νόμο. Το δικαστήριο καταδίκασε, ως εκ τούτου, την ανωτέρω σε ποινή αντίστοιχη με πρόστιμο 60 
ημέρων ύψους 25 ευρώ ημερησίως, ήτοι σε 1.500 ευρώ, καθώς και στην πληρωμή των 
δικαστικών εξόδων. Για τον καθορισμό της ποινής του, το δικαστήριο έλαβε, επίσης, υπόψη ότι η 
Προσφεύγουσα είχε καταδικασθεί για απείθεια στο πλαίσιο μίας άλλης υπόθεσης.

 18. Σε μία μη προσδιορισθείσα ημερομηνία, η Προσφεύγουσα κατέθεσε έφεση ενώπιον του 
Εφετείου της Λισαβόνας. Με την ανωτέρω προσέβαλλε τα πραγματικά περιστατικά που είχαν 
θεωρηθεί ως αποδεδειγμένα από το δικαστήριο του Oeiras, καθώς και την ερμηνεία του άρθρου 
88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα ποινικής δικονομίας, επαναλαμβάνοντας ότι η απαγόρευση μετάδοσης 
ηχογραφήσεων ή εικονολήψεων μίας συνεδρίασης δικαστηρίου ίσχυε μόνον όταν η υπόθεση είναι 
εκκρεμής και όχι όταν έχει ολοκληρωθεί.

 19. Την 26η Μαΐου 2009, το Εφετείο της Λισαβόνας εξέδωσε την απόφασή του, επικυρώνοντας 
την απόφαση του δικαστηρίου του Oeiras. Όσον αφορά στα πραγματικά περιστατικά, θεώρησε ότι 
η Προσφεύγουσα γνώριζε ότι η μετάδοση των αποσπασμάτων υπόκειται σε άδεια του δικαστηρίου. 
Θεώρησε εν συνεχεία ότι δεν υπήρξε παραβίαση της ελευθερίας του τύπου και ότι εν προκειμένω 
υπήρχε ανάγκη να προστατευθούν τα δικαιώματα στον λόγο (direito a palavra) και στην ιδία 
εικόνα.

 20. Σε μία μη προσδιορισθείσα ημερομηνία, η Προσφεύγουσα προσέφυγε ενώπιον του 
Συνταγματικού δικαστηρίου για την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 88 παρ. 2 εδ. Β του 
κώδικα ποινική δικονομίας.

 21. Με απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2011, το Συνταγματικό δικαστήριο απέρριψε την 
προσφυγή της Προσφεύγουσας, καταλήγοντας στο ότι:

« [...] για τη μετάδοση ηχογραφήσεων διά του τύπου, η προϋπόθεση παροχής άδειας εξηγείται, 
τόσο από την ανάγκη προστασίας του δικαιώματος στον λόγο, όσο και από την ανάγκη 
εξασφάλισης των θεμιτών σκοπών για την επίτευξη της δικαιοσύνης που αποσκοπούνται με την 
ηχογράφηση. Ούτω, ενόψει της πλήρωσης των προϋποθέσεων προσδιορισμού της ηχογράφησης, 
τα υπό κρίση συμφέροντα αφορούν, αφενός στην ιδιωτική σφαίρα του δηλούντος, ο οποίος ελέγχει 
τις δηλώσεις του και τη χρήση τους, και αφετέρου στο συμφέρον της ορθής απονομής της 
δικαιοσύνης, το οποίο πρέπει να εξασφαλίζει σε εκείνον που, λόγω νομικής υποχρέωσης, υπόκειται 
σε καταγραφή του λόγου του στο πλαίσιο μίας δίκης, ότι ο δικαιούχος της ως άνω καταγραφής 
εμποδίζει τη μετάδοσή τους για σκοπούς άλλους από εκείνους που προβλέπονται από τον νόμο. 
Γι’αυτόν τον λόγο, δικαιολογείται η παροχή άδειας από τον δικαστή καθώς και η πρόβλεψη του 
ποινικού αδικήματος της απείθειας.

 Συνεπώς, δεν είναι υπερβολικό, εκείνος που υποχρεώθηκε να καταθέσει σύμφωνα με τον νόμο 
ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια μίας ακρόασης και του οποίου οι δηλώσεις καταγράφηκαν 
χωρίς να μπορεί να αιτηθεί την εξαίρεσή του, να αναμένει μία ενισχυμένη προστασία. Δεν είναι 
δυσανάλογο, εκείνος που έλαβε τις δηλώσεις στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης να μπορεί ευλόγως να 
ελέγχει τις ληφθείσες δηλώσεις βάσει νομικής υποχρέωσης ελέγχοντας τον σκοπό που έχουν δοθεί.

 Η απαίτηση χορήγησης άδειας από το δικαστήριο για τη μετάδοση ηχογράφησης των δηλώσεων 
που δόθηκαν στο πλαίσιο μιας δίκης, χωρίς κανέναν χρονικό περιορισμό, εξακολουθώντας, έτσι, να 
ισχύει και μετά το πέρας της δίκης εντός της οποίας η ακρόαση έλαβε χώρα, δεν συνιστά 
ακατάλληλο και υπερβολικό μέτρο. Δικαιολογείται στο όνομα της προστασίας του δικαιώματος 
στον λόγο και για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης, κάτι το οποίο καθιστά θεμιτή την 
επέμβαση που περιορίζει την ελευθερία της έκφρασης.

 Η υποχρέωση χορήγησης άδειας από το δικαστήριο, εν προκειμένω, δεν παραβιάζει την αρχή της 
αναλογικότητας, δεδομένου ότι περιορίζεται στο αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση του 
δικαιώματος στον λόγο και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.»

 22. Το δικαστήριο καταλήγει ότι η ερμηνεία του άρθρου 88 παρ. 2 εδ. Β του κώδικα ποινικής 
δικονομίας, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η μετάδοση της ηχογράφησης μίας δικαστικής 
συνεδριάσεως, χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και δεν παραβιάζει 
ειδικότερα το άρθρο 38 του Συντάγματος το οποίο εξασφαλίζει την ελευθερία του τύπου.

 ΙΙ. Συναφές Εθνικό Δίκαιο

 23. Εν προκειμένω, οι σχετικές διατάξεις εθνικού δικαίου κατά τον κρίσιμο χρόνο ήσαν οι εξής:

 Άρθρο 38 του Συντάγματος

 «1. Η ελευθερία του τύπου είναι εγγυημένη.

 2. Η ελευθερία του τύπου έχει τις εξής συνιστάμενες:

 α) Την ελευθερία της έκφρασης και δημιουργίας για τους δημοσιογράφους και τους συνεργάτες 
αυτών, καθώς και τη συμμετοχή των πρώτων στον σχεδιασμό εκδοτικής γραμμής του μέσου 
επικοινωνίας για το οποίο εργάζονται.

 β) Κάθε δημοσιογράφος έχει πρόσβαση στις πηγές, υπό τις προβλεπόμενες από τον νόμο 
προϋποθέσεις. Η ανεξαρτησία του και το επαγγελματικό απόρρητο προστατεύονται. Έχει, επίσης, 
το δικαίωμα να εκλέγει μέλη των συντακτικών επιτροπών. (...)»

 Άρθρο 88 του κώδικα ποινικής δικονομίας

 «1. Τα όργανα του τύπου δύνανται, εντός των νόμιμων περιορισμών, να μεταδίδουν το 
περιεχόμενο διαδικαστικών πράξεων που δεν καλύπτονται από το απόρρητο των ερευνών 
(segredo de justica) (...)

 2. Ωστόσο δεν επιτρέπεται, επί ποινή απλής απείθειας, η:

 α) αναπαραγωγή των διαδικαστικών στοιχείων ή εγγράφων που κατατίθενται στον φάκελο μίας 
δίκης έως την έκδοση απόφασης στον πρώτο βαθμό, εκτός εάν τα εν λόγω στοιχεία ελήφθησαν 
μετά από κατάθεση αιτήσεως στην οποία αναφέρεται ο σκοπός της εν λόγω αίτησης ή εάν η 
δικαστική αρχή που είναι αρμόδια για τη διαδικασία έδωσε ρητώς την άδειά της για την εν λόγω 
αναπαραγωγή.

 β) μετάδοση ή καταγραφή εικόνων ή ηχολήψεων που αφορούν στη διενέργεια οποιασδήποτε 
διαδικαστικής πράξεως, κυρίως δε της ακρόασης, εκτός εάν δόθηκε άδεια μέσω διάταξης από τη 
δικαστική αρχή που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται η μετάδοση 
ή καταγραφή εικόνων ή ηχολήψεων που αφορούν σε πρόσωπο το οποίο εναντιώνεται στις ως 
άνω. (...)»

 Άρθρο 348 του ποινικού κώδικα

«1. Οποιοσδήποτε δεν συμμορφώνεται σε μία νόμιμη εντολή ή διαταγή που δίνεται ή προέρχεται 
από αρχές ή κάποιον αρμόδιο δημόσιο λειτουργό, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως ενός έτους ή 
με πρόστιμο έως 120 ημέρες προστίμου:

α) εάν κάποια νόμιμη διάταξη τιμωρεί εν προκειμένω την απλή απείθεια, (...)»

 ΙΙΙ. Συναφές Διεθνές Δίκαιο

 24. Η Σύσταση υπ’αριθμ. Rec (2003) 13 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης 
προς τις χώρες μέλη σχετικά με τη μετάδοση πληροφοριών από τα μέσα ενημέρωσης σε σχέση με 
τις ποινικές διαδικασίες έχει ως εξής:

 «(...) Υπενθυμίζοντας ότι τα μέσα ενημέρωσης έχουν το δικαίωμα να ενημερώνουν το κοινό για το 
δικαίωμά του να λαμβάνει πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων και των πληροφοριών σχετικά με 
ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, σε εφαρμογή του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ και ότι έχουν 
επαγγελματική υποχρέωση να το διενεργούν.

 Υπενθυμίζοντας ότι τα δικαιώματα του τεκμηρίου αθωότητας, της δίκαιης δίκης και του σεβασμού 
του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου, που προστατεύονται από τα άρθρα 6 και 8 της Σύμβασης, 
αποτελούν βασικές απαιτήσεις που πρέπει να τηρούνται σε κάθε δημοκρατική κοινωνία.

 Υπογραμμίζοντας τη σημασία των ρεπορτάζ που διενεργούνται από μέσα ενημέρωσης σχετικά με 
ποινικές δίκες, ώστε να ενημερώνεται το κοινό, να προβάλλεται η αποτρεπτική λειτουργία του 
ποινικού δικαίου και να επιτρέπεται στο κοινό η άσκηση εποπτείας επί της λειτουργίας του 
συστήματος ποινικής δικαιοσύνης.

 Ενόψει των ενδεχομένως συγκρουόμενων συμφερόντων που προστατεύονται από τα άρθρα 6, 8 
και 10 της ΕΣΔΑ και της ανάγκης εξασφάλισης ισορροπίας μεταξύ των εν λόγω δικαιωμάτων σε 
σχέση με τις περιστάσεις της εκάστοτε συγκεκριμένης περίπτωσης, λαμβανόμενου δεόντως υπόψη 
του ρόλου ελέγχου του ΕΔΔΑ για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις δεσμεύσεις που 
συνήφθησαν με την ΕΣΔΑ. (...)

 Επιθυμώντας να προωθηθεί ένας εμπεριστατωμένος διάλογος σχετικά με την προστασία των 
εμπλεκόμενων δικαιωμάτων και των συμφερόντων στα ρεπορτάζ που διενεργούνται από μέσα 
ενημέρωσης σχετικά με τις ποινικές διαδικασίες, καθώς και να προωθηθούν ορθές πρακτικές σε 
όλη την Ευρώπη, διασφαλίζοντας συγχρόνως την πρόσβαση των μέσων ενημέρωσης στις ποινικές 
διαδικασίες. (...)

 Συστήνει, αναγνωρίζοντας παράλληλα την ποικιλομορφία των εθνικών νομικών συστημάτων 
σχετικά με την ποινική διαδικασία, στις κυβερνήσεις των κρατών μελών:

 1) να λάβουν ή ενισχύσουν, αναλόγως, κάθε μέτρο που θεωρούν αναγκαίο για την εφαρμογή των 
αρχών που περιλαμβάνονται στην παρούσα Σύσταση, εντός του ορίου των σχετικών 
συνταγματικών διατάξεων.

 2) να μεταδώσουν ευρέως την παρούσα Σύσταση και τις αρχές που περιλαμβάνονται στην 
παρούσα, συνοδεύοντάς τις εφόσον είναι αναγκαίο από μία μετάφραση και,

 3) να τις θέσουν κυρίως σε γνώση των δικαστικών και αστυνομικών αρχών και στη διάθεση των 
οργανώσεων που εκπροσωπούν τους νομικούς και τους επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης.

 Παράρτημα στη Σύσταση υπ’αριθμ. Rec (2003) 13 - Αρχές που αφορούν στη μετάδοση 
πληροφοριών από τα μέσα ενημέρωσης σε σχέση με ποινικές διαδικασίες.

 Αρχή 1 – Ενημέρωση του κοινού από τα μέσα ενημέρωσης

 Το κοινό πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες των 
δικαστικών και αστυνομικών αρχών μέσω των μέσων ενημέρωσης. Οι δημοσιογράφοι πρέπει, 
συνεπώς, να είναι ελεύθεροι να μεταδίδουν και να σχολιάζουν θέματα σε σχέση με τη λειτουργία 
του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, με μόνους περιορισμούς εκείνους που προβλέπονται από 
την εφαρμογή των ακόλουθων αρχών.

 Αρχή 2 – Τεκμήριο αθωότητας

 Ο σεβασμός του τεκμηρίου της αθωότητας αποτελεί ενιαίο μέρος του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. 

 Συνεπώς, οι απόψεις και πληροφορίες που αφορούν σε εκκρεμούσες ποινικές διαδικασίες δύνανται 
να κοινοποιούνται ή μεταδίδονται από τα μέσα ενημέρωσης, μόνον εφόσον δεν παραβιάζεται το 
τεκμήριο αθωότητας του υπόπτου ή κατηγορουμένου. (...)

 Αρχή 6 – Τακτική πληροφόρηση στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών

 Στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών δημοσίου ενδιαφέροντος ή άλλων διαδικασιών που 
προσελκύουν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του κοινού, οι δικαστικές ή αστυνομικές αρχές οφείλουν να 
πληροφορούν τα μέσα ενημέρωσης για τις κύριες πράξεις τους, εφόσον δεν παραβιάζεται το 
απόρρητο των ερευνών και των αστυνομικών ερευνών και ότι δεν καθυστερείται ή εμποδίζεται η 
επέλευση των αποτελεσμάτων των διαδικασιών. Σε περίπτωση ποινικών διαδικασιών που διαρκούν 
για μεγάλη περίοδο, η εν λόγω πληροφόρηση πρέπει να παρέχεται τακτικώς. (...)

 Αρχή 8 – Προστασία του ιδιωτικού βίου στο πλαίσιο εκκρεμών ποινικών διαδικασιών

 Η παροχή πληροφοριών για πρόσωπα που υποπτεύονται, κατηγορούνται ή έχουν καταδικασθεί, 
καθώς και των άλλων διαδίκων στις ποινικές διαδικασίες πρέπει να σέβεται το δικαίωμά τους στην 
προστασία του ιδιωτικού τους βίου, σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Μία ιδιαίτερη προστασία 
πρέπει να παρέχεται στους διαδίκους που τυγχάνουν ανήλικοι ή που ανήκουν σε άλλη κατηγορία 
ευαίσθητων προσώπων, στα θύματα, στους μάρτυρες και στις οικογένειες των προσώπων που 
υποπτεύονται, κατηγορούνται ή έχουν καταδικασθεί. Σε κάθε περίπτωση, μία ιδιαίτερη προσοχή 
πρέπει να δοθεί στη ζημία που μπορεί να προκληθεί στα ως άνω πρόσωπα από την κοινοποίηση 
πληροφοριών που δίνουν τη δυνατότητα να εξακριβώνεται η ταυτότητα των ανωτέρω.»

 Νομικά ζητήματα

 Ι. Επικαλούμενη παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ

 25. Η Προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ποινική καταδίκη της για μη αδειοδοτημένη χρήση 
καταγραφής της ακρόασης του δικαστηρίου παραβιάζει το δικαίωμά της στην ελευθερία της 
έκφρασης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ, και δη από τις ακόλουθες σχετικές 
παραγράφους τις:

«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την 
ελευθερία της γνώμης όπως και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς 
την επέμβαση δημόσιων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το άρθρο αυτό δεν κωλύει τα Κράτη από 
το να υποβάλλουν τις επιχειρήσεις ραδιοφωνίας, κινηματογράφου ή τηλεόρασης στους 
κανονισμούς έκδοσης αδειών λειτουργίας.

 2. Η άσκηση των ελευθεριών αυτών, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνες μπορεί να υπαχθεί 
σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, που προβλέπονται από τον νόμο και 
αποτελούν τα αναγκαία μέτρα σε μία δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, την εδαφική 
ακεραιότητα ή τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη του εγκλήματος, 
την προστασία της υγείας ή της ηθικής, την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των 
τρίτων, την παρεμπόδιση της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή τη διασφάλιση του 
κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής αρχής.»

 26. Η Κυβέρνηση αντιτίθεται σε αυτήν τη θέση.

 Α. Παραδεκτό

 27. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφυγή δεν τυγχάνει προδήλως αβάσιμη υπό την έννοια του 
άρθρου 35 παρ. 3 α της ΕΣΔΑ και ότι δεν εμπίπτει σε κάποιον άλλον λόγο απαραδέκτου. Συνεπώς 
οφείλει να την κηρύξει παραδεκτή.

 Β. Επί της ουσίας της προσφυγής

 1. Ισχυρισμοί των διαδίκων

 28. Η Προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η καταδίκη της για τη μετάδοση αποσπασμάτων ηχητικής 
καταγραφής της ακρόασης συνιστά παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασής της. Καταρχάς, 
επισημαίνει ότι οι φωνές των μαρτύρων και των δικαστών είχαν παραμορφωθεί και ότι οι ως άνω 
δεν είχαν ταυτοποιηθεί. Εκθέτει, εν συνεχεία, ότι το άρθρο 88 του κώδικα ποινικής δικονομίας 
υποβάλλει τη χρήση μίας καταγραφής δικαστικής ακροάσεως στην άδεια του δικαστή που 
προεδρεύει την υπόθεση, μόνον εάν η προβλεπόμενη χρήση λαμβάνει χώρα πριν από την έκδοση 
της απόφασης. Υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, η χρήση αποσπασμάτων της καταγραφής είχε 
σκοπό να καταγγείλει ένα δικαστικό σφάλμα, μία πράξη σοβαρή και δημοσίου ενδιαφέροντος, που 
διενεργήθηκε από το ίδιο το δικαστήριο που θα ήταν αρμόδιο για τη χορήγηση της προηγούμενης 
άδειας. Για εκείνην, η ποινική καταδίκη της για την έλλειψη αίτησης χορήγησης προηγούμενης 
άδειας είναι δυσανάλογη. Η Προσφεύγουσα συμπεραίνει ότι, παρά τον επικαλούμενο θεμιτό σκοπό, 
με την διά της προσβαλλόμενης απόφασης καταδίκη της, η οποία στηρίζεται σε τυπικούς λόγους, 
και η οποία έκρινε ότι υπερισχύει το δικαίωμα στον λόγο των συμμετέχοντων έναντι του 
δικαιώματός της στην ελευθερία έκφρασης, δεν επιτεύχθηκε μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των 
συγκρουόμενων συμφερόντων. Σύμφωνα με την ανωτέρω, το δικαίωμα πληροφόρησης υπερισχύει 
έναντι των λοιπών υπό κρίση συμφερόντων.

 29. Η Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι υφίσταται επέμβαση στο δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση της 
Προσφεύγουσας. Σύμφωνα με την ανωτέρω, η ως άνω επέμβαση προβλέπεται από τον νόμο και 
ακολουθεί θεμιτούς σκοπούς, ήτοι την προστασία των προσώπων που παρενέβησαν στην 
ακροαματική διαδικασία, ιδίως δε του δικαιώματός τους στον λόγο και του δικαιώματός τους στον 
σεβασμό του ιδιωτικού τους βίου. Πρόκειται, επίσης, να εξασφαλισθεί η ορθή απονομή της 
δικαιοσύνης.

 30. Εντούτοις, η Προσφεύγουσα, ελλείψει σχετικής αίτησης στον δικαστή για τη χορήγηση 
προηγούμενης άδειας για τη μετάδοση των αποσπασμάτων της καταγραφής της ακρόασης, δεν 
έδωσε την ευκαιρία στον δικαστή να βρει μία ισορροποία μεταξύ, αφενός του δικαιώματος στην 
ελεύθερη έκφραση και αφετέρου της προστασίας του δικαιώματος στον λόγο των υποκειμένων 
των σχετικών δηλώσεων και του συμφέροντος στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η Κυβέρνηση 
αναγνωρίζει ότι κανένας από τους καταθέσαντες μάρτυρες δεν υπέβαλε μήνυση κατά της χρήσης 
(άνευ αδείας) της καταγραφής. Θεωρεί ωστόσο ότι, ενόψει του υποχρεωτικού χαρακτήρα της 
ηχητικής καταγραφής για τον σκοπό ενδεχόμενης μελλοντικής προσφυγής, οι δικαστικές αρχές 
πρέπει να προστατεύουν το περιεχόμενο των εν λόγω καταγραφών κατά χρήσεων εκτός της 
διαδικασίας, δικαιολογώντας, ούτω, την ανάγκη χορήγησης προηγούμενων αδειών ακόμη και μετά 
την έκδοση της απόφασης. Η Κυβέρνηση θεωρεί, επίσης, ότι η Προσφεύγουσα μπορούσε να 
παρουσιάσει το ρεπορτάζ της, περιγράφοντας το περιεχόμενο των δηλώσεων που δόθηκαν στο 
πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να κάνει χρήση των επίδικων ηχολήψεων. Η 
Κυβέρνηση καταλήγει ότι δεν υφίσταται παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

 2. Κρίση του Δικαστηρίου

 31. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η Προσφεύγουσα καταδικάσθηκε στην πληρωμή προστίμου, για 
τη χρήση στο ρεπορτάζ της αποσπασμάτων της καταγραφής μίας ακρόασης δικαστηρίου. 
Υφίσταται, συνεπώς, λόγος να προσδιορισθεί, εάν η εν λόγω ποινική καταδίκη της συνιστά 
επέμβαση στην άσκηση της ελεύθερης έκφρασης που «προβλέπεται από τον νόμο», δικαιολογείται 
από έναν ή περισσότερους νόμιμους σκοπούς ενόψει της παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ και είναι 
«αναγκαία, σε μία δημοκρατική κοινωνία».

 α) Επί της ύπαρξης επέμβασης

 32. Τα μέρη συμφωνούν στο γεγονός ότι η καταδίκη της Προσφεύγουσας συνιστά επέμβαση στο 
δικαίωμα της ως άνω στην ελεύθερη έκφραση, όπως προστατεύεται από το άρθρο 10 παρ. 1 της 
ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο κρίνει, επίσης, ότι η επέμβαση στο δικαίωμα της Προσφεύγουσας στην 
ελεύθερη έκφραση είναι αδιαμφισβήτητη.

 β) «Προβλεπόμενη από τον νόμο»

 33. Δεν αμφισβητείται από τα μέρη ότι η επέμβαση προβλέπεται από τον νόμο, ήτοι από το άρθρο 
88 του πορτογαλικού κώδικα ποινικής δικονομίας. Το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίσταται λόγος 
για αντίθετη κρίση.

 γ) Νόμιμος σκοπός

 34. Η Προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η επίδικη καταδίκη ακολουθεί νόμιμους 
σκοπούς. Η Κυβέρνηση επισημαίνει δε, ότι αφορά στην προστασία της ορθής απονομής της 
δικαιοσύνης και των δικαιωμάτων των άλλων. Το δε Δικαστήριο σημειώνει ότι τα εθνικά 
δικαστήρια θεώρησαν ότι η καταδίκη της Προσφεύγουσας δικαιολογείτο από την προστασία του 
δικαιώματος στον λόγο τρίτου. Το συνταγματικό δικαστήριο έκρινε ότι η ορθή απονομή της 
δικαιοσύνης εμπλεκόταν επίσης εν προκειμένω, δεδομένου ότι η καταγραφή μίας ακρόασης 
δικαστηρίου περιέχει δηλώσεις προσώπων που υποχρεώνονται από τον νόμο να καταθέσουν 
ενώπιον του δικαστηρίου, το οποίο είναι συνεπώς ο προστάτης των εν λόγω δηλώσεων. Οι εν 
λόγω σκοποί αντιστοιχούν στην προστασία της «εξουσίας και της αμεροληψίας της δικαστικής 
αρχής» και στην προστασία «της φήμης (και) των δικαιωμάτων άλλων» (βλ. Ernst και λοιποί κατά 
Βελγίου, no 33400/96, § 98, 15 Ιουλίου 2003, και Dupuis και λοιποί κατά Γαλλίας, no 1914/02, § 
32, 7 Ιουνίου 2007). Το Δικαστήριο κρίνει συνεπώς τους εν λόγω σκοπούς ως νόμιμους.

 35. Μένει να ελεγχθεί ότι η επέμβαση ήταν «αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία».

 δ) «Αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία»

 ι. Οι γενικές αρχές

 36. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα βασικά θεμέλια 
σε μία δημοκρατική κοινωνία και ότι οι εγγυήσεις που παρέχονται στον Τύπο είναι ιδιαίτερης 
σημασίας (βλ. μεταξύ άλλων Jersild κατά Δανίας, 23 Σεπτεμβρίου 1994, § 31, serie A no 298, Worm 
κατά Αυστρίας, 29 Αυγούστου 1997, § 47, Recueil des arrets et decisions 1997-V, και Fressoz και 
Roire κατά Γαλλίας [GC], no 29183/95, § 45, ΕΔΔΑ 1999-I ).

 37. Ο Τύπος παίζει σημαντικό ρόλο σε μία δημοκρατική κοινωνία: εάν και δεν πρέπει να υπερβαίνει 
ορισμένα όρια, ενόψει κυρίως της προστασίας της υπόληψης και των δικαιωμάτων των άλλων, 
καθώς και της ανάγκης αποφυγής της κοινοποίησης εμπιστευτικών πληροφοριών, υποχρεώνεται 
ωστόσο να διαδίδει, στο πλαίσιο των καθηκόντων και των ευθυνών του, πληροφορίες και ιδέες για 
κάθε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος (De Haes και Gijsels κατά Βελγίου, 24 Φεβρουαρίου 1997, § 
37, Recueil 1997-I, Bladet Tromso και Stensaas κατά Νορβηγίας [GC], no 21980/93, § 62, ΕΔΔΑ 
1999-III, Thoma κατά Λουξεμβούργου, no 38432/97, §§ 43-45, ΕΔΔΑ 2001-III, και Tourancheau 
και July κατά Γαλλίας, no 53886/00, § 65, 24 Νοεμβρίου 2005) .

 38. Ειδικότερα, δεν δύναται να θεωρηθεί ότι οι υποθέσεις που εξετάζουν τα δικαστήρια δεν 
μπορούν πριν ή ακόμη και κατά τη διάρκειά της εξέτασής τους, να συζητηθούν σε άλλα μέρη, είτε 
στο πλαίσιο ειδικευμένων περιοδικών, είτε στον γενικό Τύπο ή από το ίδιο το κοινό. Δεν είναι μόνο 
αποστολή του Τύπου να μεταδίδει τέτοιες πληροφορίες και ιδέες, καθόσον το κοινό έχει επίσης 
δικαίωμα να τις λαμβάνει. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το δικαίωμα του καθενός σε μία δίκαιη 
δίκη, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, κάτι το οποίο, στην ποινική δικαιο-
σύνη, συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα σε αμερόληπτο δικαστήριο (Tourancheau και July, ο.π., 
παρ. 66) . Όπως το Δικαστήριο έχει ήδη σημειώσει, «οι δημοσιογράφοι που συντάσσουν άρθρα 
σχετικά με εκκρεμούσες ποινικές διαδικασίες πρέπει να το θυμούνται, καθώς τα όρια του 
αποδεκτού σχολιασμού δεν μπορούν να επεκταθούν και σε δηλώσεις που ενδέχεται, εσκεμμένως ή 
όχι, να ελαττώσουν τις πιθανότητες για ένα πρόσωπο να επωφεληθεί μίας δίκαιης δίκης ή να 
υπονομεύσει την εμπιστοσύνη του κοινού σχετικά με τον ρόλο των δικαστηρίων στην απονομή 
της ποινικής δικαιοσύνης» (ibidem, Worm, ο.π., § 50, Campos Damaso κατά Πορτογαλίας, no 
17107/05, § 31, 24 Απριλίου 2008, Pinto Coelho κατά Πορτογαλίας, no 28439/08, § 33, 28 
Ιουνίου 2011, και Ageyevy κατά Ρωσίας, no 7075/10, §§ 224-225, 18 Απριλίου 2013) .

 39. Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι στο πλαίσιο του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, οι 
συμβαλλόμενες χώρες διαθέτουν ορισμένη διακριτική ευχέρεια ως προς την εκτίμηση του 
αναγκαίου και του εύρους μίας επέμβασης στην προστατευόμενη από αυτήν τη διάταξη ελευθερία 
της έκφρασης (Tammer κατά Εσθωνίας, no 41205/98, § 60, ΕΔΔΑ 2001-I, Pedersen και 
Baadsgaard κατά Δανίας [GC], no 49017/99, § 68, ΕΔΔΑ 2004-XI, και Haldimann και λοιποί κατά 
Ελβετίας, no 21830/09, § 53, ΕΔΔΑ 2015) .

 40. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ δεν επιτρέπει περιορισμούς του 
δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης στο πλαίσιο ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος (Wingrove 
κατά Ηνωμένο Βασίλειο, 25 Νοεμβρίου 1996, § 58, Recueil 1996-V, Surek κατά Τουρκίας (no 1) 
[GC], no 26682/95, § 61, ΕΔΔΑ 1999-IV, Dupuis και λοιποί, ο.π., § 40, και Stoll κατά Ελβετίας [GC], 
no 69698/01, § 106, ΕΔΔΑ 2007-V) .

 ιι. Εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση

 41. Εν προκειμένω, το δικαίωμα της Προσφεύγουσας να πληροφορεί το κοινό και το δικαίωμα του 
κοινού να λαμβάνει τις πληροφορίες συγκρούονται με το δικαίωμα στον σεβασμό του ιδιωτικού 
βίου των προσώπων που κατέθεσαν, καθώς και με την εξουσία και αμεροληψία του δικαστικού 
συστήματος. Σε υποθέσεις όπως η παρούσα, οι οποίες απαιτούν την εξισορρόπηση του 
δικαιώματος στον σεβασμό του ιδιωτικού βίου και στο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης, το 
Δικαστήριο θεωρεί ότι το αποτέλεσμα της προσφυγής δεν δύναται κατ’αρχήν να διαφοροποιείται 
αναλόγως εάν έχει βασισθεί στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ από το υποκείμενο του ρεπορτάζ ή στο άρθρο 
10 από το πρόσωπο που το δημιούργησε. Πράγματι, τα εν λόγω δικαιώματα τυγχάνουν a priori 
ίσου σεβασμού (Hachette Filipacchi Associes (ICI PARIS) κατά Γαλλίας, no 12268/03, § 41, 23 
Ιουλίου 2009, Timciuc κατά Ρουμανίας (δεκ.), no 28999/03, § 144, 12 Οκτωβρίου 2010, και 
Mosley κατά Ηνωμένου Βασιλείου, no 48009/08, § 111, 10 Μαϊου 2011, Haldimann κλπ, ο.π, § 54, 
Von Hannover κατά Γερμανίας (no 2) [GC], nos 40660/08 και 60641/08, § 106, ΕΔΔΑ 2012, και 
Axel Springer AG κατά Γερμανίας [GC], no 39954/08, § 87, 7 Φεβρουαρίου 2012) . Ως εκ τούτου, 
το περιθώριο εκτίμησης οφείλει κατ’αρχήν να είναι το ίδιο στις δύο περιπτώσεις. Το Δικαστήριο 
οφείλει ειδικότερα να προσδιορίσει εάν οι σκοποί της εξασφάλισης του δικαιώματος στον λόγο 
τρίτου και στη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης παρουσίαζαν κάποια «σχετική και 
επαρκή» δικαιολογία για την επέμβαση.

 42. Εάν η εξισορρόπηση μεταξύ των δύο δικαιωμάτων από τις εθνικές αρχές έλαβε χώρα σύμφωνα 
με τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχουν σοβαροί λόγοι για 
να υπερισχύσει η γνώμη της ανωτέρω έναντι εκείνης των εθνικών δικαστηρίων (Palomo Sanchez 
και λοιποί κατά Ισπανίας [GC], nos 28955/06, 28957/06, 28959/06 και 28964/06, § 57, ΕΔΔΑ 
2011, MGN Limited κατά Ηνωμένο Βασίλειο, no 39401/04, §§ 150 και 155, 18 Ιανουαρίου 2011, 
και Haldimann και λοιποί, ό.π, § 55) .

 α) Σχετικά με τη συμμετοχή του ρεπορτάζ σε διάλογο δημοσίου ενδιαφέροντος

 43. Το Δικαστήριο πρέπει πρώτα να ορίσει εάν το επίμαχο ρεπορτάζ αφορούσε θέμα δημοσίου 
ενδιαφέροντος. Συναφώς, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το κοινό έχει, γενικώς, δημόσιο ενδιαφέρον 
να πληροφορείται σχετικά με τις ποινικές δίκες (Dupuis και λοιποί κατά Γαλλίας, ό.π., § 42) . Η 
Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει, από την πλευρά του, υιοθετήσει τη 
Σύσταση Rec(2003)13 σχετικά με τη διάδοση πληροφοριών από τα μέσα ενημέρωσης σε σχέση με 
τις ποινικές δίκες. Η Σύσταση υπενθυμίζει ότι τα μέσα ενημέρωσης έχουν το δικαίωμα να 
ενημερώνουν το κοινό ως προς το δικαίωμα του τελευταίου να λαμβάνει τις πληροφορίες και 
υπογραμμίζει τη σημασία των ρεπορτάζ που δημιουργούνται σχετικά με τις ποινικές διαδικασίες για 
την πληροφόρηση του κοινού και δίνουν τη δυνατότητα στον ως άνω να ασκεί ένα δικαίωμα 
επίβλεψης επί της λειτουργίας του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης. Μεταξύ των αρχών που 
θέτει η εν λόγω Σύσταση, βρίσκεται, κυρίως, το δικαίωμα του κοινού να λαμβάνει τις πληροφορίες 
μέσω των μέσων ενημέρωσης σχετικά με τις δραστηριότητες των δικαστικών και αστυνομικών 
αρχών, κάτι το οποίο προϋποθέτει για τους δημοσιογράφους το δικαίωμα να μπορούν ελεύθερα να 
λογοδοτούν σχετικά με τη λειτουργία του ποινικού συστήματος δικαιοσύνης.

 44. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η αφορμή του επίμαχου ρεπορτάζ είναι η δικαστική διαδικασία, η 
οποία οδήγησε στην ποινική καταδίκη διάφορων κατηγορούμενων. Η κίνηση της Προσφεύγουσας 
αποσκοπούσε στο να καταγγείλει ένα δικαστικό σφάλμα το οποίο, κατά τη γνώμη της, είχε λάβει 
χώρα έναντι ενός από τους καταδικασθέντες. Το Δικαστήριο δέχεται ότι ως εκ τούτου, ένα τέτοιου 
είδους ρεπορτάζ αφορά σε θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος.

 β) Σχετικά με τη συμπεριφορά της Προσφεύγουσας

 45. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι οποιοσδήποτε, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων, ασκεί 
την ελευθερία της έκφρασής του επιβαρύνεται με «υποχρεώσεις και ευθύνες», των οποίων το 
εύρος εξαρτάται από την ιδιότητά του και από το τεχνικό μέσο που χρησιμοποιήθηκε (βλ. mutatis 
mutandis, Handyside κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 7 Δεκεμβρίου 1976, § 49 in fine, serie A no 24) . 
Εν προκειμένω, οι εθνικοί δικαστές έκριναν ότι η δημιουργός του ρεπορτάζ, που τυγχάνει έμπειρη 
δημοσιογράφος και δη με γνώσεις περί του δικαίου, δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η διάδοση του 
αποσπάσματος της καταγραφής της συνεδρίασης ήταν υποκείμενη σε λήψη προηγούμενης 
δικαστικής άδειας. Αναγνωρίζοντας τον βασικό ρόλο του Τύπου σε μία δημοκρατική κοινωνία, το 
Δικαστήριο τονίζει ότι οι δημοσιογράφοι δεν δύνανται κατ’αρχήν να αποδεσμεύονται, μέσω της 
προστασίας που τους προσφέρει το άρθρο 10, από την υποχρέωσή τους να σέβονται τους κοινούς 
ποινικούς νόμους.

 46. Η έλλειψη παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους της Προσφεύγουσας στο πλαίσιο της 
χορήγησης της καταγραφής δεν είναι απαραίτητα προσδιοριστική κατά την εκτίμηση του 
ζητήματος εάν συμμορφώθηκε στις υποχρεώσεις και ευθύνες της (Stoll, ό.π, § 144) . Σε κάθε 
περίπτωση, ήταν σε θέση να προβλέψει, ως δημοσιογράφος, ότι η διάδοση του επίμαχου ρεπορτάζ 
απαγορευόταν από το άρθρο 348 του ποινικού κώδικα. Όσον αφορά στη συμπεριφορά της 
Προσφεύγουσας εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το μέσο λήψης από εκείνην των 
καταγραφών της συνεδρίασης δεν ήταν παράνομο, και ότι, ως προς τη μορφή του ρεπορτάζ, οι 
φωνές των δικαστών και των μαρτύρων είχαν παραμορφωθεί, ώστε να μην είναι δυνατή η 
εξακρίβωση της ταυτότητάς τους από το κοινό. Όσον αφορά στις ενστάσεις της Κυβέρνησης ως 
προς τη μορφή του επίμαχου ρεπορτάζ, υφίσταται λόγος να υπενθυμιστεί ότι πέραν από το 
περιεχόμενο των εκφρασμένων ιδεών και των πληροφοριών, το άρθρο 10 προστατεύει και τη 
μορφή της έκφρασής τους. Συνεπώς, δεν δύναται ούτε το Δικαστήριο ούτε και τα εθνικά 
δικαστήρια να υποκατασταθούν στον Τύπο και να ορίσουν ποια τεχνική λογοδοσίας πρέπει να 
ακολουθείται από τους δημοσιογράφους (βλ. παραδείγματος χάριν Jersild, ό.π., § 31, και De Haes 
και Gijsels, ό.π., § 48) .

 47. Το Δικαστήριο έχει λάβει υπόψη την πρόθεση των ανωτέρω εθνικών δικαστηρίων και των 
συμβαλλομένων χωρών του Συμβουλίου να αντιδρούν με σθένος στην αρνητική επίδραση που 
μπορούν να έχουν τα μέσα ενημέρωσης πάνω στους πολιτικούς εναγομένους και στους 
κατηγορούμενους, ελαττώνοντας καθ’ αυτόν τον τρόπο την εγγύηση του τεκμηρίου της 
αθωότητας. Η παρ. 2 του άρθρου 10 θέτει, εξάλλου, όρια στην άσκηση του δικαιώματος στην 
ελεύθερη έκφραση. Το μόνο που απομένει είναι να προσδιοριστεί εάν, στην προκειμένη περίπτωση, 
το συμφέρον πληροφόρησης του κοινού υπερίσχυε των «υποχρεώσεων και ευθυνών» που 
βαραίνουν την Προσφεύγουσα λόγω της έλλειψης αδειοδότησης της μετάδοσης της καταγραφής.

 γ) Επί του ασκηθέντος ελέγχου από τα εθνικά δικαστήρια

 48. Το Δικαστήριο οφείλει, συνεπώς, να αναλύσει τον τρόπο κατά τον οποίον το Συνταγματικό 
δικαστήριο εξισορρόπησε τα συμφέροντα στην προκειμένη περίπτωση. Φαίνεται ότι το 
Συνταγματικό δικαστήριο θεώρησε ότι η απαίτηση λήψης δικαστικής άδειας για τη μετάδοση της 
ηχητικής καταγραφής των δηλώσεων που ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια του ακροατηρίου δεν 
συνιστούσε μία παραβιαστική και υπέρμετρη λύση. Για το ανώτατο δικαστήριο, η ως άνω 
δικαιολογείται στο όνομα της προστασίας του λόγου τρίτου και της ορθής απονομής της 
δικαιοσύνης, κάτι το οποίο νομιμοποιεί την επέμβαση στην ελευθερία της έκφρασης της 
Προσφεύγουσας. Για το Συνταγματικό δικαστήριο, δεν τίθεται λόγος για περιορισμό στην άσκηση 
της ελευθερίας του τύπου εν προκειμένω, αλλά μόνο σε συγκεκριμένο τρόπο άσκησης αυτής: τη 
μετάδοση μίας ηχητικής καταγραφής συνεδρίασης δικαστηρίου. Το Δικαστήριο σημειώνει, επίσης, 
ότι τα δικαστήρια δικαιολόγησαν την καταδίκη της Προσφεύγουσας χωρίς να επικαλεστούν την 
ανάγκη εξασφάλισης του κύρους της δικαστικής εξουσίας αλλά ούτε και τα όρια της άσκησης της 
εν λόγω εξουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ.

 49. Εντούτοις, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι κατά τον χρόνο της μετάδοσης του επίμαχου 
ρεπορτάζ, η υπόθεση είχε ήδη δικασθεί, όπως αναγνωρίζει και το Συνταγματικό δικαστήριο. Ως εκ 
τούτου, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι, όπως και στην υπόθεση Dupuis και λοιποί κατά Γαλλίας 
(ό.π.), η Κυβέρνηση δεν αποδεικνύει πώς, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η μετάδοση των 
ηχητικών αποσπασμάτων μπορούσε να έχει αρνητική επίδραση επί του συμφέροντος της ορθής 
απονομής της δικαιοσύνης.

 50. Κατά την εξέταση της ανάγκης της επέμβασης σε μία δημοκρατική κοινωνία ενόψει της 
«προστασίας της υπόληψης ή των δικαιωμάτων τρίτων», το Δικαστήριο μπορεί να οδηγηθεί να 
ελέγξει εάν οι εθνικές αρχές εξασφάλισαν μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα σε δύο προστατευόμενες 
από την ΕΣΔΑ αρχές, οι οποίες ενδέχεται να συγκρούονται σε ορισμένες υποθέσεις: ήτοι, αφενός, 
στην ελευθερία της έκφρασης, όπως προστατεύεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ και, αφετέρου, στο 
δικαίωμα στον σεβασμό του ιδιωτικού βίου, όπως προστατεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 8 
(Ηachette Filipacchi Associes κατά Γαλλίας, no 71111/01, § 43, 14 Ιουνίου 2007, MGN Limited, 
ό.π., § 142, και Axel Springer AG, ό.π., § 84) . Ως προς αυτό το θέμα, το Δικαστήριο σημειώνει ότι 
το ακροατήριο στην προκειμένη περίπτωση ήταν δημόσιο και κανένας εκ των ενδιαφερόμενων 
μερών δεν παραπονέθηκε για κάποια επικαλουμένη παραβίαση του δικαιώματός του στον λόγο. 
Στο μέτρο που η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η μη αδειοδοτημένη μετάφραση των ηχητικών 
αποσπασμάτων μπορούσε να αποτελεί παραβίαση του δικαιώματος στον λόγο τρίτου, το 
Δικαστήριο σημειώνει ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν κατά το πορτογαλικό δίκαιο δικαίωμα 
προσφυγής για την αποκατάσταση της βλάβης τους, το οποίο όμως δεν άσκησαν. Εντούτοις, αυτοί 
είναι που έχουν κατ’αρχήν τη μέριμνα της υπεράσπισης του εν λόγω δικαιώματός τους. Το 
Δικαστήριο σημειώνει, επίσης, ότι οι φωνές των συμμετέχοντων στο ακροατήριο είχαν 
παραμορφωθεί, εμποδίζοντας έτσι την ταυτοποίησή τους. Θεωρεί δε ότι το άρθρο 10 παρ. 2 της 
ΕΣΔΑ δεν προβλέπει περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης που να βασίζονται στο δικαίωμα 
στον λόγο, καθώς για το τελευταίο δεν προβλέπεται αντίστοιχη προστασία με εκείνη του 
δικαιώματος στην υπόληψη. Συνεπώς, ο δεύτερος θεμιτός σκοπός που επικαλείται η Κυβέρνηση 
χάνει κατ’ ανάγκη τη δύναμή του υπό τις περιστάσεις της επίδικης υπόθεσης. Περαιτέρω, το 
Δικαστήριο δεν αντιλαμβάνεται πώς το δικαίωμα στον λόγο θα μπορούσε να εμποδίσει τη 
μετάδοση ηχητικών αποσπασμάτων ενός ακροατηρίου όταν, εν προκειμένω, το ακροατήριο ήταν 
δημόσιο. Συμπεραίνει, συνεπώς, ότι η Κυβέρνηση δεν δικαιολόγησε επαρκώς την επιβληθείσα στην 
Προσφεύγουσα ποινή λόγω μετάδοσης των καταγραφών της συνεδρίασης του δικαστηρίου, 
καθώς και ότι τα δικαστήρια δεν δικαιολόγησαν τον περιορισμό στο δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης 
της Προσφεύγουσας υπό το πρίσμα της παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

 δ) Επί της αναλογικότητας της επιβληθείσας ποινής

 51. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει, τέλος, ότι η φύση και το βάρος των επιβληθεισών ποινών είναι 
επίσης στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της αναλογικότητας μίας 
επέμβασης (βλ. παραδείγματος χάριν Surek, ό.π, § 64, δεύτερο εδάφιο, Lindon, Otchakovsky-
Laurens και July κατά Γαλλίας [GC], nos 21279/02 και 36448/02, § 59, ΕΔΔΑ 2007 IV, και Stoll, 
ό.π., § 153) .

 52. Το ως άνω οφείλει, επίσης, να μεριμνήσει ότι η εν λόγω ποινή δεν συνιστά μία μορφή 
λογοκρισίας που να αποτρέπει τα μέσα ενημέρωσης από το να εκφράζουν κριτικές. Στο πλαίσιο 
συζητήσεων θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος, αυτού του είδους ποινές θα απέτρεπαν τους 
δημοσιογράφους από το να συμβάλλουν στον δημόσιο διάλογο που ενδιαφέρει την κοινότητα. Με 
αυτόν τον τρόπο, η ποινή θα εμπόδιζε την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης και ελέγχου 
των μέσων ενημέρωσης (βλ. mutatis mutandis, Barthold κατά Γερμανίας, 25 Μαρτίου 1985, § 58, 
serie A no 90, Lingens κατά Αυστρίας, 8 Ιουλίου 1986, § 44, serie A no 103, Monnat κατά 
Ελβετίας, no 73604/01, § 70, ΕΔΔΑ 2006 X, και Stoll, ό.π., § 154) .

 53. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι εν προκειμένω η Προσφεύγουσα είχε καταδικαστεί στην πληρωμή 
προστίμου ύψους 1.500 ευρώ και στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων. Ακόμη κι αν το ποσό 
μπορεί να φανεί χαμηλό, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν αναιρεί το γεγονός ότι έχει αποτρεπτικό 
αποτέλεσμα, ενόψει της βαρύτητας της προβλεπόμενης ποινής (Campos Damaso, ό.π, § 39) . Σε 
αυτό το πλαίσιο, δεν αποκλείεται η καταδίκη αυτή καθ’ εαυτή να έχει περισσότερη βαρύτητα σε 
σχέση με το χαμηλό ύψος της επιβαλλόμενης ποινής (βλ. παραδείγματος χάριν, Jersild, ό.π, § 35, 
εδάφιο πρώτο, Lopes Gomes da Silva κατά Πορτογαλίας, no 37698/97, § 36, ΕΔΔΑ 2000 X, 
Dammann κατά Ελβετίας, no 77551/01, § 57, 25 Απριλίου 2006, και Stoll, ό.π, § 154).

 54. Ενόψει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει εν προκειμένω ότι το επιβληθέν πρόστιμο 
τυγχάνει δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

 ιιι. Συμπέρασμα

 55. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, προκύπτει ότι η καταδίκη της Προσφεύγουσας δεν 
δικαιολογείται από μία «επείγουσα κοινωνική ανάγκη». Οι λόγοι της καταδίκης ήταν μεν «βάσιμοι», 
ωστόσο δεν ήταν «επαρκείς» για να δικαιολογηθεί τέτοιου είδους επέμβαση στο δικαίωμα της 
ελεύθερης έκφρασης της Προσφεύγουσας.

 56. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

 ΙΙ. Επί της εφαρμογής του άρθρου 41 της ΕΣΔΑ [...]

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 1. Δηλώνει ομόφωνα παραδεκτή την προσφυγή.

 2. Κρίνει, με έξι ψήφους έναντι μίας, ότι υφίσταται παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

 3. Κρίνει με έξι ψήφους έναντι μίας, ότι:

 α) Το εναγόμενο κράτος οφείλει στην Προσφεύγουσα, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία που 
καταστεί η παρούσα απόφαση οριστική, σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, τα εξής ποσά:

 ι) 1.500 ευρώ (χίλια πεντακόσια ευρώ), καθώς και κάθε ποσό που οφείλεται ως φόρος, για την 
υλική ζημία,

 ιι) 4.623,84 ευρώ (τέσσερις χιλιάδες εξακόσια είκοσι τρία ευρώ και οβδόντα τέσσερα λεπτά) καθώς 
και κάθε ποσό που οφείλεται από την Προσφεύγουσα ως φόρος, για δαπάνες και έξοδα,

 β) Από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας και έως την εξόφληση, τα ως άνω ποσά αυξάνονται με 
απλό τόκο με επιτόκιο ίσο με εκείνο του δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας 
προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες.

 4. Κρίνει με έξι ψήφους έναντι μίας, ότι η διαπίστωση της παραβίασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ 
αρκεί για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης της Προσφεύγουσας.

 5. Απορρίπτει, ομόφωνα, το αίτημα για δίκαιη ικανοποίηση ως προς το επιπλέον.

 ΣΥΜΦΩΝΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ DE GAETANO

 1. Η παρούσα υπόθεση και η διαπίστωση της παραβίασης του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, στην οποία 
οδηγήθηκε το Δικαστήριο, θυμίζουν σφόδρα ότι οι νόμιμες απαγορεύσεις και περιορισμοί, των 
οποίων ο σκοπός είναι καθαρά «συμβολικός» (και όχι «χρηστικός»), συνάδουν δύσκολα με τις 
αρχές που θέτει η ΕΣΔΑ και τις ελευθερίες που αυτή εγγυάται. Όσον αφορά ειδικότερα στο άρθρο 
10 παρ. 2 «η αρχή τις δικαστικής εξουσίας» δεν θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μία ανεξάρτητη 
αρχή αποδεσμευμένη από τα πραγματικά περιστατικά.

 2. Εν προκειμένω, δεν προκύπτει ότι οι ηχητικές καταγραφές των ενδιαφερόμενων προσώπων 
διενεργήθηκαν κρυφά ή κατά παράβαση του κανονισμού των δικαστηρίων που προορίζεται να 
εξασφαλίσει τον έλεγχο στο ακροατήριο και τον σεβασμό των κανόνων ευπρέπειας ενώπιον του 
δικαστηρίου ή ότι ελήφθησαν κατά παράνομο τρόπο. Πράγματι, οι εν λόγω καταγραφές 
παρουσιάζουν έναν επίσημο χαρακτήρα και ήταν κανονικά στη διάθεση των διαδίκων. Σε κάθε 
περίπτωση, ακόμη κι αν είχαν ληφθεί με παράνομο τρόπο - κάτι το οποίο δεν συνέβη εν 
προκειμένω - το γεγονός ότι ένας δημοσιογράφος παραβίασε τον νόμο πρέπει μεν να ληφθεί 
υπόψη, αλλά δεν είναι και αποφασιστικός παράγοντας για τη διαπίστωση εάν ενήργησε υπεύθυνα 
σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 10 (Pentikainen κατά Φιλανδίας [GC], no 11822/10, § 90) 
. Το Συνταγματικό δικαστήριο συμπέρανε ότι η διάταξη του νόμου που απαιτεί τη λήψη 
προηγούμενης άδειας του δικαστηρίου στο ακροατήριο του οποίου έγιναν επισήμως οι καταγραφές 
δεν παραβίαζει την εγγυημένη από το άρθρο 38 παρ. 2 β του Συντάγματος ελευθερία της 
Προσφεύγουσας. Το ως άνω στήριξε τη γενική απαγόρευση της μετάδοσης χωρίς προηγούμενη 
άδεια στην ανάγκη προστασίας του δικαιώματος στον λόγο - ήτοι το δικαίωμα στον λόγο των 
τριών δικαστών του δικαστηρίου de Sintra και των μαρτύρων που εξετάσθηκαν - και της 
διασφάλισης της «ορθής απονομής της δικαιοσύνης». Το γεγονός ότι οι φωνές είχαν 
παραμορφωθεί, ότι οι καταθέσεις είχαν γίνει σε δημόσιο ακροατήριο και ότι μπορούσαν, συνεπώς, 
να είχαν ηχογραφηθεί και αναπαραχθεί από τους φορείς χωρίς δικαστική άδεια και ότι η δίκη είχε 
ολοκληρωθεί τη στιγμή της τηλεοπτικής μετάδοσης του ντοκιμαντέρ δεν φαίνεται να είχαν κανένα 
βάρος στην απόφαση του Συνταγματικού δικαστηρίου.

 3. Όπως σημειώνει το Δικαστήριο στην παρ. 48 της παρούσας απόφασης, οι εθνικές αρχές δεν 
επικαλέστηκαν ρητώς την ανάγκη εγγύησης της εξουσίας της δικαστικής αρχής, αλλά εάν το είχαν 
επικαλεστεί, όφειλαν να αποδείξουν ότι η ανάγκη προστασίας της εν λόγω «εξουσίας» 
εξυπηρετούσε ένα συγκεκριμένο συμφέρον που συνδέεται με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης 
υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης. Με άλλα λόγια, έπρεπε να αποδειχθεί ότι η 
προηγούμενη άδεια που δεν έλαβε η Προσφεύγουσα όχι μόνο δεν επωφελούσε την αφηρημένη 
έννοια της «εξουσίας» των δικαστηρίων ή της δικαιοσύνης, αλλά και ότι ήταν πράγματι αναγκαία 
για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης στην παρούσα υπόθεση. Τούτο δεν είχε αποδειχθεί στην 
προκειμένη περίπτωση.

 ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ZUPANI

 Δυστυχώς δεν μπορώ να συνταχθώ με την πλειοψηφία στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή στο 
συμπέρασμα ύπαρξης παραβάσεως.

 Ι. Δεν συνηθίζω να ξεκινώ με μία ιδιαίτερα γραμματική ερμηνεία της ΕΣΔΑ, αλλά στην προκειμένη 
περίπτωση, η αναφορά στις τελευταίες διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2 τυγχάνει ιδιαίτερα 
ενδιαφέρουσα. Παραπέμπει στον περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης (ελευθερία του Τύπου), 
όταν πρόκειται να «εξασφαλιστεί το κύρος και η αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας».

 Το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης είναι το αποτέλεσμα του άρθρου 88 παρ. 2 β του 
πορτογαλικού κώδικα ποινικής δικονομίας, το οποίο απαγορεύει ρητώς τη μετάδοση ή καταγραφή 
εικόνων ή ηχολήψεων που αφορούν στη διενέργεια κάθε δικονομικής πράξεως, κυρίως της 
ακρόασης, χωρίς την προηγούμενη άδεια της ενδιαφερόμενης δικαστικής αρχής. Δεν 
αντιλαμβάνομαι πώς η εν λόγω απαγόρευση θα μπορούσε να είναι πιο ρητή.

 Οι πράξεις της δημοσιογράφου, εν προκειμένω, αποτελούν ευθεία παράβαση της εν λόγω 
προϋπόθεσης προηγούμενης άδειας. Η ως άνω δεν επιχείρησε καν να τη ζητήσει και μετέδωσε 
τηλεοπτικά ό,τι συνέβη κατά τη διάρκεια της δημόσιας ακρόασης της υπόθεσης, για την οποία 
ήταν σφόδρα και σαφώς μεροληπτική. Επίσης, αυτό το είδος παραδοσιακού ρεπορτάζ στερείται, 
ειλικρινά, επαγγελματισμού. Η λήψη θέσης σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση, χωρίς να έχει ιδιαίτερα 
οικειοποιηθεί με αυτήν, είναι αυτή καθ’ εαυτή αντίθετη με τη δημοσιογραφική δεοντολογία. Εάν η 
δημοσιογράφος μπορεί να έχει τις προσωπικές πεποιθήσεις της όσον αφορά στην ενοχή ή 
αθωότητα ενός κατηγορούμενου, είναι εντελώς απαράδεκτο να ενσωματώνει τις, προφανώς 
προκατελειμμένες, προσωπικές απόψεις της στη λογοδοσία της υποθέσεως. Αυτά όσον αφορά στα 
κίνητρα της Προσφεύγουσας.

 ΙΙ. Το άρθρο 348 του πορτογαλικού ποινικού κώδικα ποινικοποιεί την παραβίαση μίας νόμιμης 
εντολής ενός αρμοδίου δημοσίου οργάνου για ένα συγκεκριμένο ζήτημα - κάτι το οποίο ορίζει ως 
«απείθεια». Η ποινή δεν είναι υψηλή, ωστόσο η ποινική κύρωση επιβάλλεται και πρέπει, σύμφωνα 
με την αρχή της νομιμότητας που βαρύνει την εισαγγελία και το δικαστήριο, να υπόκειται σε δίωξη 
και να εφαρμόζεται από το εθνικό δικαστήριο.

 Περαιτέρω, μαθαίνουμε στην παρ. 17 της αποφάσεως ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που η εν λόγω 
δημοσιογράφος είχε τελέσει τέτοιο αδίκημα. Πριν τα επίμαχα γεγονότα, είχε ήδη καταδικαστεί για 
ένα παρόμοιο αδίκημα στο πλαίσιο μίας άλλης υποθέσεως που κρίθηκε στην Πορτογαλία. Αυτό το 
στοιχείο είχε ευλόγως ληφθεί υπόψη, ως επιβαρυντική περίσταση, κατά την επιμέτρηση της 
επιβαλλόμενης ποινής. Τούτο είναι αποκαλυπτικό της ασεβούς συμπεριφοράς της δημοσιογράφου 
σε σχέση με τα δικαστήρια.

 Επίσης, η ενδιαφερόμενη είχε ευλόγως καταδικαστεί την 6η Αυγούστου 2008 και το Εφετείο της 
Λισαβόνας επικύρωσε την απόφαση στις 26 Μαΐου 2009. Το εν λόγω δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η 
αιτούσα γνώριζε ότι έπρεπε να λάβει άδεια του δικαστηρίου, πόσο μάλλον ενόψει του γεγονότος 
ότι είχε σπουδάσει νομική. Η απόφαση του Εφετείου, η οποία είναι ενδιαφέρουσα, υπογραμμίζει τα 
επίμαχα δικαιώματα της προσωπικότητας, ήτοι το δικαίωμα στην προστασία του λόγου και της 
εικόνας των συμμετέχοντων που είχαν μεταδοθεί τηλεοπτικά.

 Αργότερα, την 15η Φεβρουαρίου 2011, το πορτογαλικό Συνταγματικό δικαστήριο έκρινε την 
υπόθεση. Και εκείνο επέμεινε στα δικαιώματα στην προσωπικότητα σχετικά με τον λόγο και την 
προστασία της ιδιωτικής σφαίρας των εν λόγω προσώπων, των οποίων οι δηλώσεις 
δημοσιεύθηκαν από την Προσφεύγουσα για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που προβλέπονται 
από τον νόμο.

 Το Συνταγματικό δικαστήριο υπογράμμισε ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο της υπόθεσης: τα 
πρόσωπα που κατέθεσαν στην υπόθεση ήταν υποχρεωμένα να το πράξουν, επί ποινή (poena 
inobedientiae), και συνεπώς δεν είχαν την επιλογή να αποσύρουν τις δηλώσεις τους, οι οποίες εν 
προκειμένω παρανόμως είχαν δημοσιευθεί προς όλους τους τηλεθεατές της Πορτογαλίας. Το 
Συνταγματικό δικαστήριο, με την άποψη του οποίου συντάσσομαι, εξέτασε, επίσης, το ζήτημα της 
αναλογικότητας της ενδεχόμενης επίπτωσης στην ελευθερία του Τύπου. Δήλωσε δε, ότι η ποινική 
καταδίκη της δημοσιογράφου δεν ήταν δυσανάλογη ενόψει της ανάγκης προστασίας, τόσο, 
αφενός, του δικαιώματος στην προσωπικότητα των προσώπων όσον αφορά στον λόγο και στην 
εικόνα τους, όσο και, αφετέρου, στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

 ΙΙΙ. Πριν αναφερθώ στην απλή εξήγηση του άρθρου 10 παρ. 2 in fine της ΕΣΔΑ, θα ήθελα να 
αναφέρω μία ιδιαίτερα σημαντική διάκριση που ετέθη από τον H.L.A. Hart στο βιβλίο του «The 
Concept of Law». Πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ των επιβλητικών και των εφαρμοστικών 
κανόνων.

 Όσον αφορά στους επιβλητικούς κανόνες, πρόκειται για επιτάσσουσες εντολές που βρίσκονται 
στην κορυφή της πυραμίδας των νόμων. Οι εν λόγω κανόνες ομοιάζουν με την κατηγορηματική 
προσταγή του Emmanuel Kant. Πρέπει να τους ερμηνεύει κανείς γραμματικά. Η τελολογική 
ερμηνεία σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι δυνατή. Οι κανόνες αυτοί τυγχάνουν υπέρτατες 
εντολές στην έννομη τάξη. Αντιπροσωπεύουν υπέρτατες αξίες και σκοπούς που ακολουθεί ο 
νομοθέτης. Κάθε άλλο στοιχείο της έννομης τάξης πρέπει να απορρέει από αυτούς.

 Από την άλλη, υφίστανται και οι εφαρμοστικοί κανόνες. Οι εν λόγω κανόνες, κυριολεκτικά, 
εξυπηρετούν τους επιβλητικούς κανόνες, τους εφαρμόζουν και πρέπει να ερμηνεύονται 
αντιστοίχως. Εδώ, η τελολογική ερμηνεία είναι αποδεκτή, εφόσον το τελικό αποτέλεσμα της 
ερμηνείας εξυπηρετεί τους οριζόμενους από τους προαναφερόμενους επιβλητικούς κανόνες 
σκοπούς.

 Η ΕΣΔΑ βρίσκεται όχι μόνο στην κορυφή των διεθνών συμβάσεων αλλά και υπέρ των εθνικών 
νόμων, εν προκειμένω των 47 Χωρών μελών της ΕΣΔΑ. Κατ’αρχήν, δεν υφίσταται κάτι πιο 
«επιβλητικό» στην Ευρώπη. Γι’αυτόν τον λόγο, είναι, κατά τη γνώμη μου, απαράδεκτο να 
παραμελούνται οι τελευταίες διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 10 σχετικά με την ελευθερία της 
έκφρασης. Οι όροι είναι σαφείς και κατανοητοί: το κύρος της δικαστικής εξουσίας πρέπει να 
προστατεύεται και η απαγορευτική διάταξη της ΕΣΔΑ δεν πρέπει σχετικοποιείται.

 ΙV. Αυτό μας οδηγεί στην περίφημη «εξέταση της αναλογικότητας», αντίστοιχη με τα αμερικανικά 
«ορθολογικά κριτήρια». Δεν χρειάζεται να συνεχιστεί περαιτέρω η σύγκριση μεταξύ των δύο 
δογμάτων, παρά μόνο για να αναφερθεί ότι τα κριτήρια της ορθολογίας διαφοροποιούνται 
αναλόγως με τις «ύποπτες ταξινομήσεις», αντίθετα με την ευρωπαϊκή εξέταση της αναλογικότητας. 
Πέραν τούτου, το ζήτημα εδώ είναι εάν η ΕΣΔΑ έχει προβλέψει την προσφυγή στο κριτήριο της 
αναλογικότητας. Αναλύοντας την παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, αναγνωρίζουμε τους κλασικούς 
όρους που παραπέμπουν στην «πρόβλεψη από τον νόμο» και στην «ανάγκη σε μία δημοκρατική 
κοινωνία».

 Εντούτοις, η ανάλυση της αναλογικότητας που βρίσκουμε στις παρ. 48, 49 και 50 της απόφασης 
εξετάζουν το επίμαχο ζήτημα αποκλειστικά κατά τρόπο εφαρμοστικό. Στην παρ. 49, η πλειοψηφία 
αναφέρει μεν την αρνητική επίδραση της εν λόγω μετάδοσης στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, 
ωσάν όμως ο δηλωθείς σκοπός της ΕΣΔΑ να ήταν κατά κάποιο τρόπο δευτερεύων σε σχέση με την 
ελευθερία της έκφρασης (εν προκειμένω ελευθερία του Τύπου).

 Στην παρ. 50, το Δικαστήριο προβαίνει σε μία ρητή εξισορρόπηση μεταξύ των δικαιωμάτων. Από 
την μία μεριά θέτει την ελευθερία της έκφρασης και από την άλλη το δικαίωμα στην προστασία του 
ιδιωτικού βίου.

 Σε αυτό το πλαίσιο, η πλειοψηφία τονίζει ότι κανένας εκ των συμμετέχοντων στη δίκη δεν 
επικαλέστηκε το ζήτημα της προστασίας του ιδιωτικού του βίου. Αυτό που τεκμαίρεται εν 
προκειμένω - αλυσιτελώς - είναι ότι δεν υπήρξε προσβολή του ιδιωτικού βίου των εν λόγω 
συμμετέχοντων (μαρτύρων και άλλων προσώπων που βρέθηκαν στο δικαστήριο). Τούτο όμως 
είναι άστοχο, μία διανοητική aberratio ictus , καθώς ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως και ενώπιον 
του εθνικού δικαστηρίου στην Πορτογαλία, δεν ετέθη θέμα προστασίας των δικαιωμάτων στην 
προσωπικότητα.

 Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ είναι - όπως το τονίσαμε - επιβλητική. Η ΕΣΔΑ 
προβλέπει την εξέταση της αναλογικότητας και φαίνεται να εξετάζεται το ζήτημα της εξασφάλισης 
της εξουσίας της δικαστικής αρχής ως κάτι το σχετικό και το εφαρμοστικό, αντί για κάτι το 
επιβλητικό. Αυτή είναι μία ελκυστική παγίδα στην οποία υπέπεσε η πλειοψηφία με το σκεπτικό της.

 Παρόλο που η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 10 παραπέμπει προφανώς στην αναλογικότητα και 
στην εξισορρόπηση των αξιών, η αναφορά των τελικών όρων στην προστασία της εξουσίας και 
της αμεροληψίας της δικαστικής αρχής είναι επιβλητική. Πρέπει κανείς να λαμβάνει υπόψη ότι η 
ΕΣΔΑ δεν περιέχει καμία αναφορά στην αναλογικότητα. Το Δικαστήριο κατέληξε σε αυτήν την 
έννοια από τις διατάξεις των παρ. 2 των άρθρων 9, 10 και 11 αντιστοίχως, παράγραφοι οι οποίες 
αφορούν σε εξαιρέσεις των παραγράφων 1 των εν λόγω άρθρων. Η διατύπωση των εν λόγω 
διατάξεων δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

 Το πνεύμα της ΕΣΔΑ σίγουρα δεν ήταν να σχετικοποιήσει το περιεχόμενο των παραγράφων 1 των 
εν λόγω άρθρων.

 Η πρόθεση ήταν να περιγράψει «επιβλητικά» - όπως θα έλεγε ο H.L.A. Hart – τις εξαιρέσεις κατά 
τρόπο εντελώς απαγορευτικό. Με άλλα λόγια, δεν είμαστε ελεύθεροι να ερμηνεύουμε οποιοδήποτε 
στοιχείο της ΕΣΔΑ ως καθαρά εφαρμοστικό, ούτε και τους όρους των εν λόγω παραγράφων 2. 
Κατά λογική ακολουθία, η αναφορά στην προστασία της εξουσίας της δικαστικής αρχής, όπως 
προκύπτει ξεκάθαρα από την εξεταζόμενη υπόθεση, δεν πρέπει να ερμηνεύεται ως κάτι το 
δευτερεύον. Η ΕΣΔΑ καθιστά απολύτως υποχρεωτική την προστασία του κύρους και της 
αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας, κατά τρόπο επιβλητικό και όχι εφαρμοστικό, ως μία 
επιβλητική εξαίρεση στην ελευθερία του Τύπου, και γενικότερα στην ελευθερία της έκφρασης.

 Υπό αυτήν την έννοια, η ανάλυση της αναλογικότητας την οποία βρίσκουμε στις παρ. 51 έως 54 
της Απόφασης έχει αντιστραφεί, εφόσον παρουσιάζεται ως εφαρμοστική, ωσάν η προστασία των 
δικαιωμάτων της προσωπικότητας να ήταν το μόνο ζήτημα που χρήζει σχετικοποίησης σε σχέση 
με την ελευθερία της έκφρασης.

 Τούτο δεν αρμόζει καθόλου με το πνεύμα της ΕΣΔΑ. Όποια και να είναι η συνταγματική ανάλυση 
που έλαβε χώρα στην Πορτογαλία, σε αυτό το Δικαστήριο οι αξίες που όφειλαν να σταθμιστούν 
ήταν η ελευθερία της έκφρασης και η προστασία του κύρους της δικαστικής εξουσίας.

 Εάν είχε γίνει αυτό, πιστεύω πως το αποτέλεσμα της στάθμισης θα ήταν διαφορετικό.



Must red-read

Ακαταδίωκτο δημοσίων υπαλλήλων και μελών Δικηγορικών Συλλόγων

  27/2023 ΑΠ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Αστικώς ανεύθυνο δημοσίων υπαλλήλων. Περιλαμβάνει και την ευθύνη αυτών από προσβολές της προσωπικότ...